ακορντεόν. Ο Τζον Ντέξετον, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Ουισκόνσιν, γνωστός στους φίλους της στήλης, ξαναχτύπησε. Θυμίζω ότι ο Ντέξετον είναι ο εισηγητής του δόγματος ότι «το ΠΑΣΟΚ δεν ήταν κόμμα, το ΠΑΣΟΚ ήταν η ίδια η χώρα» όσο κράτησε η Μεταπολίτευση. Τώρα επανέρχεται με κάτι εξίσου ενδιαφέρον, τη «θεωρία του ακορντεόν». «Η καταστροφή δεν αντέχεται χωρίς θεωρία», γράφει ο Ντέξετον. «Σήμερα στην Ελλάδα κάνουν θραύση ποικίλες θεωρίες. Επικρατεί αυτή των δύο άκρων ακολουθούμενη κατά πόδας από τη θεωρία των ψεκασμών. Επειδή αγαπώ παθολογικά την Ελλάδα, είπα να συμβάλω στη γενικευμένη θεωρητικολογία προτείνοντας τη θεωρία του ακορντεόν».

ελατήριο. Γράφει ο Ντέξετον: «Η νεοελληνική ιστορία θυμίζει την περιπέτεια ενός ελατηρίου που άλλοτε συστέλλεται και άλλοτε επιμηκύνεται. Αλλοτε συστρέφεται και παραμένει κουλουριασμένο στον εαυτό του, άλλοτε ξεδιπλώνεται και τείνει προς συνάντηση του έξω κόσμου. Οι φάσεις αυτές εναλλάσσονται με μη κανονική συχνότητα. Σε γενικές γραμμές καταγράφεται ένα σημαντικό προβάδισμα της εσωστρέφειας εις βάρος της εξωστρέφειας. Για να το πω με μια άλλη μεταφορά, η χώρα μοιάζει με ακορντεόν που ανοιγοκλείνει παράγοντας, ως επί το πλείστον, ένα ηχητικό αποτέλεσμα αμφίβολης ποιότητας. Δεν το λέω με όρους αισθητικής αξιολόγησης. Το εννοώ κυριολεκτικά: δεν καταλαβαίνεις τι παίζει ο ακορντεονίστας. Μάλιστα ώρες ώρες αναρωτιέσαι αν ξέρει καν να παίζει».

μεταφορές. Ο διαπρεπής πανεπιστημιακός ανατέμνει τη διαδρομή τού νεοελληνικού κράτους κατά τη διάρκεια δύο αιώνων. Επιχειρεί ενδιαφέροντες συσχετισμούς και προβαίνει σε τολμηρούς παραλληλισμούς. Σημειώνει χαρακτηριστικά: «Η πορεία της Ελλάδας σε προκαλεί σε τακτά χρονικά διαστήματα να εκδώσεις τελικές ετυμηγορίες, να αποφανθείς οριστικά και τελεσίδικα για τη μοίρα του τόπου. Στο σημείο αυτό χρειάζεται προσοχή. Κατά καιρούς πολλοί αποφάνθηκαν: «τελείωσε η Ελλάδα» ή το αντίθετο: «σαρώνει οριστικά η Ελλάδα». Τους παραπλάνησε η συμπεριφορά του ακορντεόν –η βουβαμάρα του από τη μια ή ο άμουσος σαματάς από την άλλη. Για μένα αυτά είναι τα μόνα πραγματικά δύο άκρα που σηματοδότησαν την ιστορία της χώρας –η βουβαμάρα και ο σαματάς. Γι’ αυτό και τίποτα δεν ανταποκρίνεται περισσότερο στην πραγματικότητα από το γνωστό δίστιχο όπου συναιρούνται οι δύο ακραίες καταστάσεις: «μόνο λίγον καιρό ξαποσταίνει / και ξανά προς τη δόξα τραβά»».

παραλληλισμοί. Ο Ντέξετον φέρνει ένα συγκεκριμένο παράδειγμα. Μιλά για τις «δύο δεκαετίες του δέκα». Γράφει: «Η ιστορία της νέας Ελλάδας καλύπτει περίπου δύο αιώνες. Πάρτε παράδειγμα τη δεκαετία του ’10 του 20ού και την αντίστοιχη του 21ου αιώνα, αυτή που διανύουμε. Η πρώτη είχε σημείο εκκίνησης την αφύπνιση που σηματοδότησε το Γουδή (μετά την καταισχύνη του 1897) και τερματίστηκε με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Βοηθούσης και της διεθνούς συγκυρίας, το κοιμισμένο ελατήριο ξύπνησε και τεντώθηκε στο έπακρο με όρους που παρέπεμπαν στην αρχαία ύβριν. Το ακορντεόν, βουβό και σκουριασμένο από την αχρηστία, ξάφνιασε τους πάντες εκπέμποντας έναν παιάνα που κατέληξε βέβαια σε θρήνο, ο οποίος όμως μετουσιώθηκε μέσα στον χρόνο σε εωθινό άσμα νέας ζωής. Ποιος μας λέει ότι σήμερα δεν ζούμε στον αστερισμό μιας αντίστροφης λογικής; Οτι η καταστροφή του οικονομικοκοινωνικού προτύπου πάνω στο οποίο χτίστηκε η μεταπολεμική και θριάμβευσε η μεταπολιτευτική Ελλάδα, καταστροφή που τυπικά εγκαινιάζεται αλλά ουσιαστικά επισφραγίζεται το 2010, δεν προοιωνίζεται μια αναγέννηση έπειτα από δέκα χρόνια; Αποκλείεται το άνυσμα της δεκαετίας του ’10 του τρέχοντος αιώνα να έχει ακριβώς την αντίθετη φορά σε σχέση με το αντίστοιχο του περασμένου; Εκείνο οδήγησε από την έξαρση, τη νίκη, τον διχασμό και τη δόξα στην ανώμαλη προσγείωση. Το τωρινό έχει ως αφετηρία τη συντριβή, γιατί όμως να αποκλείσουμε ότι μπορεί να καταλήξει στην αναδημιουργία; Προσωπικά έχω εμπιστοσύνη στο θαύμα του «ελληνικού ακορντεόν»».

υστερόγραφο. Και καταλήγει ο Ντέξετον: «Δεν το κρύβω ότι η εμπιστοσύνη μου θα ήταν απόλυτη αν έβλεπα τους Ελληνες να μιλούν για το βίωμά τους όχι με όρους νηπιακού λεξιλογίου. «Κρίση», π.χ., είναι ο ευφημισμός που χρησιμοποιούν τα νήπια όταν έχουν να μιλήσουν για μια καταστροφή. Κι όχι μόνο τα νήπια αλλά και οι υποτιθέμενοι νηπιαγωγοί. Αυτή η ταύτιση σε επίπεδο λεξιλογίου μεταξύ παιδαγωγών και παιδιών επιβεβαιώνει το διαχρονικό βάθος μιας ελληνικής αρετής, σύμφωνα με τον Νίτσε, που δεν είναι άλλη από την επιπολαιότητα. Αναθεματίζουμε εύκολα την επιπολαιότητα ξεχνώντας ότι είναι μια ιδιότητα που δεν προάγει την κακία, δεν σε στρέφει εναντίον του άλλου, αλλά, στη χειρότερη περίπτωση, μόνον εναντίον του εαυτού σου».