Ανθρωποι που έχουν νιώσει το άγγιγμα της φτερούγας του θανάτου, π.χ. εξαιτίας μιας βαριάς ασθένειας, αποκτούν ένα είδος ωριμότητας που κύριο χαρακτηριστικό της είναι η ειλικρίνεια, προπαντός η προς εαυτόν ειλικρίνεια. Και, ακόμη, παρατηρούν με ανανεωμένο βλέμμα, με μια δευτερογενή αθωότητα τις λεπτομέρειες του κόσμου τους, γιατί, όπως το διατυπώνει ωραία ο Αλεξάκης, «ο φόβος ότι κινδύνευα να χάσω τα πάντα με είχε καταστήσει προσεκτικό στο κάθε τι».

Ο συγγραφέας μας βίωσε μια τέτοια κρίση πριν από λίγα χρόνια, την ξεπέρασε, αλλά η περίπλοκη εγχείρηση που τον έσωσε του άφησε μια προσωρινή αναπηρία στα κάτω άκρα. Διαμένοντας κατά τη διάρκεια της ανάρρωσής του σ’ ένα δωμάτιο παρισινού ξενοδοχείου, για να μην είναι μακριά από την κλινική όπου παρακολουθείται ιατρικά, περιορίζεται αναγκαστικά σε περίπατους με δεκανίκια στον διπλανό Κήπο του Λουξεμβούργου. Εκεί γνωρίζεται με τους καλλιτέχνες ενός επιτόπιου κουκλοθέατρου, αρχίζει να παρακολουθεί τη δουλειά τους, να μυείται στα μυστικά της και, μέσα από την άμεση επαφή με αυτή την παλαιική μορφή ψυχαγωγίας των παιδιών, επιστρέφει σιγά σιγά στη δική του παιδική ηλικία και στοχάζεται γύρω από τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε η συγγραφική συνείδησή του.

Εδώ κυρίως είναι που λειτουργεί η ειλικρίνεια για την οποία μίλησα πιο πάνω. Οι περισσότεροι συγγραφείς, αλλά και πολλοί φιλαναγνώστες αρέσκονται να πιστεύουν και προπαντός να δηλώνουν ότι ανακάλυψαν τη γοητεία της λογοτεχνίας διαβάζοντας πολύ νωρίς αριστουργήματα του παγκόσμιου λογοτεχνικού Κανόνα. Σχεδόν πάντοτε, πρόκειται στην καλύτερη περίπτωση για ευγενή ψευδαίσθηση και στη χειρότερη για πόζα. Ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου παίρνει το βασικό σχήμα του στην παιδική ηλικία. Και είναι εξαιρετικά απίθανο να έχει διαβάσει κανείς σ’ αυτή την ηλικία τον «Οδυσσέα» του Τζόις, την «Ερημη χώρα» του Ελιοτ ή την «Κυρία Ντάλογουεϊ» της Βιρτζίνια Γουλφ. Οι πρώτες ιστορίες που τον μάγεψαν ήταν, πολύ πιθανότερα, τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ και του Αντερσεν, αυτά τα τελευταία πάντως σε παιδικές διασκευές, αφού στο πρωτότυπο έχουν συγγραφική λεπτουργία και νοηματικές αντηχήσεις που δεν μπορεί να συλλάβει ένα παιδί. Αν ανήκει κανείς στη γενιά του Αλεξάκη ή στις κάπως νεότερες, θα έχει μεγαλώσει επιπλέον με Ιούλιο Βερν, «Κλασικά Εικονογραφημένα», «Μικρό Ηρωα», «Γκαούρ Ταρζάν» και βέβαια Μίκι Μάους.

Οσο ευτελές κι αν φαίνεται αυτό το υλικό (αν και σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι καθόλου), έχει γονιμοποιήσει τη φαντασία εκατομμυρίων ανθρώπων, τους έχει χαρίσει πλήθος γνώσεων, τους έχει κάνει ν’ αγαπήσουν εμβληματικούς χαρακτήρες και τους έχει προετοιμάσει για να προσλάβουν, αργότερα, απαιτητικότερα κείμενα. Πολλοί συγγραφείς βρήκαν εκεί την πρώτη πηγή λογοτεχνικής έμπνευσής τους και μερικοί όχι ασήμαντοι δεν έπαψαν ποτέ ν’ αντλούν από αυτή την πηγή, μετουσιώνοντας διαρκώς τα νάματά της. Στην αναγνώριση αυτής της οφειλής οδηγεί η ειλικρίνεια του ώριμου ανθρώπου, ο οποίος δεν χρειάζεται πια τα ψέματα, ιδίως όταν έχει δει να καταλύεται το μεγαλύτερο απ’ όλα, η ιδέα ότι ο θάνατος δεν τον αφορά (κι ας έλεγε ο Επίκουρος). «Τα προσφιλή μου [παιδικά] αναγνώσματα δεν μου εμφύσησαν την επιθυμία να ζήσω περιπέτειες, αλλά να γράψω ιστορίες», λέει ο Αλεξάκης.

Αυτό το τελευταίο, για τις ιστορίες, πρέπει βέβαια να το ερμηνεύσουμε διασταλτικά. Τα μυθιστορήματα του Αλεξάκη δεν στηρίζονται σε κάποια ευφάνταστη πλοκή αλλά στην ανάπτυξη μιας σειράς λίγο πολύ καθημερινών εικόνων, σκηνών κι επεισοδίων, που αποκτούν όμως άλλη διάσταση και προοπτική για έναν παρατηρητή ευρισκόμενο σε ασυνήθιστη θέση, είτε λόγω της παντελούς άγνοιάς του για ένα γνωστικό πεδίο που πρέπει ωστόσο να εξερευνήσει (όπως σε προηγούμενα βιβλία) είτε λόγω μιας δραματικής αλλαγής στη σωματική και διανοητική του κατάσταση (όπως στον «Μικρό Ελληνα»).

Απόρροια αυτού είναι η φαινομενική, όχι όμως επιτηδευμένη κι επιδεικτική (όπως σε άλλους συγγραφείς) αφέλεια, που αποτελεί ίσως το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα της γραφής του Αλεξάκη. Ο αφηγητής στα μυθιστορήματά του, που ουσιαστικά είναι αυτός ο ίδιος, εδώ μάλιστα και ρητά, πρέπει να τα δει και να τα μάθει όλα από την αρχή. «Μήπως ανατρέχω συνέχεια σ’ ένα τόσο μακρινό παρελθόν επειδή πρέπει να ξαναμάθω να περπατάω;» αναρωτιέται στον «Μικρό Ελληνα». Και δεν είναι ευκολία ή εγωτισμός αυτή η συνεχής αναφορά στον εαυτό του. Απεναντίας, είναι μια κατεξοχήν μοντερνιστική συγγραφική τακτική. Το υπαινίσσεται ο ίδιος, όταν εξηγεί σ’ ένα σημείο του βιβλίου γιατί γράφει σε πρώτο πρόσωπο: «Το πρώτο πρόσωπο μου δίνει τη δυνατότητα […] να αναφερθώ στις δυσκολίες που δημιουργεί το χτίσιμο μιας ιστορίας. Μου επιτρέπει να ομολογώ τις αμφιβολίες μου, να τις αξιοποιώ. Οποια κι αν είναι η ιστορία που διηγούμαι, δεν είμαι διόλου πεπεισμένος ότι παρουσιάζει περισσότερο ενδιαφέρον από τη διαδικασία της κατασκευής της». Σε πολλούς νεότερους συγγραφείς, ιδίως έλληνες, η εμμονή στο πρώτο πρόσωπο είναι μια μορφή ναρκισσισμού. Στον Αλεξάκη όχι.

Χάρη στις μαριονέτες του κουκλοθέατρου, τους συνειρμούς που αυτές προκαλούν στον συγγραφέα, την καταβύθιση στο απώτερο παρελθόν του για «να ξαναμάθω να περπατάω», οι αεικίνητοι ήρωες της παιδικής ηλικίας του, ο Ντ’ Αρτανιάν, ο Ταρζάν, ο Δον Κιχώτης, ο Γιώργος Θαλάσσης κι ένα σωρό άλλοι, κατακλύζουν για άλλη μια φορά τη ζωή του. Από την άλλη, επειδή δεν μπορεί κανείς βέβαια να ξαναγίνει πραγματικά παιδί, δεν αναστέλλουν εκείνες τις ημι-δοκιμιακές παρεκβάσεις, εκείνα τα απολαυστικά aperçus που αποτελούν ένα άλλο χαρακτηριστικό των μυθιστορημάτων του Αλεξάκη. Οπως π.χ. το σχόλιο για την ήρεμη περηφάνια του κυπαρισσιού, που διδάσκει το αξιοπρεπές πένθος, ή η γεμάτη νόημα επισήμανση του παράδοξου ότι οι εκκλησίες είναι τα μόνα κτίρια στην Ελλάδα που γλιτώνουν από τα γκράφιτι των «αντιεξουσιαστών» ή η έξοχη παρατήρηση ότι απ’ όλες τις μορφές μεταφοράς ενός λογοτεχνικού κειμένου σε εικόνες το κόμικ είναι εκείνη που το προδίνει λιγότερο, επειδή δίνει τα περισσότερα ερεθίσματα για την αναγωγή σ’ αυτό.

Καθώς ο συγγραφέας μας ξεπερνάει λίγο λίγο την αναπηρία του, αρχίζει να κινείται κι έξω από τα όρια του Κήπου του Λουξεμβούργου. Και στο τέλος εκπληρώνεται, με ταιριαστά επεισοδιακό τρόπο, μια παλιά επιθυμία του: να περιπλανηθεί στο δίκτυο των υπονόμων του Παρισιού, αυτό το μυθικό στη λογοτεχνία μέρος, που υποπτεύομαι πως μάλλον η λογοτεχνική αίγλη του παρά ο αυτοσαρκασμός ώθησε τον Ηλία Πετρόπουλο να παραγγείλει να σκορπιστούν εκεί οι στάχτες του. Και τι μας θυμίζει αυτή η κορύφωση του «Μικρού Ελληνα»; Μα φυσικά, την τελευταία περιπέτεια του Γιάννη Αγιάννη στους «Αθλίους»!