Λούνα παρκ και ακροβατικά στους διαδρόμους, πρεμιέρες για αθηναϊκούς θιάσους και ονόματα της λαϊκής πίστας, «μαγικά χέρια» και άφθονη μαύρη μπίρα, διάσημοι του σινεμά και του πενταγράμμου, βεγγαλικά και φώτα… Η Διεθνής Εκθεση Θεσσαλονίκης στις χρυσές της δεκαετίες δεν ήταν μόνον εμπορικό γεγονός ή πολιτικό. Η επιρροή της μετριόταν σε ντεσιμπέλ ψυχαγωγίας και σε λούμεν λαμπρότητας των σταρ της, υπαγορεύοντας πανελλήνιες μόδες και γράφοντας κυρίως την ελληνική μουσική ιστορία

Την ώρα που η Αλίκη Βουγιουκλάκη ανέβαινε τα σκαλιά της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών για την επίσημη προβολή της νέας ταινίας της, στο πλαίσιο της Εβδομάδας Ελληνικού Κινηματογράφου, λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα, από το αμερικανικό περίπτερο της Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης, ανέβαινε η τσίκνα κοτόπουλου, ψημένου… πρωτοποριακά –τι ατραξιόν και αυτή! -, με ενέργεια από τις ηλιακές ακτίνες. Και στον Θερμαϊκό, κάτω από πυροτεχνήματα, εκατοντάδες φωταγωγημένες βάρκες και πλοιάρια, ακόμη και κρουαζιερόπλοια, έκαναν τη θεσσαλονικιώτικη νύχτα βενετσιάνικη. Διότι τα βράδια των κανταδόρων (θραύση έκανε το «Ασ’ τα τα μαλλάκια σου») από τα πάμφωτα πλεούμενα, στα χρόνια της ακμής –από το ’50 έως το ’70 –της Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης, του μεγαλύτερου επιχειρηματικού, αλλά κυρίως ψυχαγωγικού γεγονότος της Ελλάδας και των Βαλκανίων, είχαν όνομα από την Πόλη των Καναλιών.

Προσθέστε σε αυτή την εικόνα κοντά στο ένα εκατομμύριο «ξένο» κόσμο, δεκάδες τόνους από λουκάνικα και μαύρη μπίρα, πολλά φλας και έναν άπλετο διεθνισμό, με το μάτι στραμμένο και προς τη Δύση και την Ανατολή. Και θα έχετε μια όσο πληρέστερη γίνεται εικόνα από τη χρυσή εποχή της ΔΕΘ. Και του ετήσιου δεκαπενθημέρου που μετάλλαζε κάθε χρονιά την –παραδοσιακά πολυπολιτισμική –άλλοτε Συμβασιλεύουσα, «νύμφη του Θερμαϊκού», «ερωτική πόλη» σε κέντρο (για τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο τουλάχιστον) του επιχειρείν, της διασκέδασης, της καινοτομίας.

Δύο φορές την εβδομάδα, από τους χώρους της Εκθεσης στέλνονταν στον ουρανό πάνω από τον Θερμαϊκό, εν χορώ, αμέτρητα πολύχρωμα βεγγαλικά, κοντά στην ώρα του κλεισίματος των ολοένα αυξανόμενων περιπτέρων, όταν ακροβάτες πάνω σε πανύψηλα κοντάρια, ζογκλέρ, σχοινοβάτες αναλάμβαναν δράση στην κεντρική αλέα της ΔΕΘ.

Το μεγάλο γεγονός, όμως, στα χρόνια της ακμής ήταν το Φεστιβάλ Τραγουδιού που μετρούσε τεράστιες ουρές –με ώρες αναμονής –έξω από το Παλέ ντε Σπορ. Κι άντε να απαντήσει κάποιος ευλαβικά «πού να ‘ναι ο ίσκιος σου, Θεέ, να ‘ρθώ να γονατίσω» (της Κλειώς Δενάρδου) ή «Ποιος να ξέρει στο βλέμμα του πίσω τι κρύβει ο Θεός για μας» (του Τώνη Βαβάτσικου) ή πότε «Θα ξανακατεβείς, Χριστέ, στη Γη μας» (του Γιώργου Πολυχρονιάδη). Διότι πολύ φορέθηκε και βραβεύτηκε η ποπ κατάνυξη (να μην προσθέσουμε και το «Θεέ μου» της Γιοβάννας).

Εκείνο που μας έμεινε –γιατί «είχε τέλος ο Μπαρμπαλιάς» και το εν λόγω Φεστιβάλ –από τα χρυσά χρόνια (ξεκίνησε το 1959 στην ΕΙΡ της Αθήνας και μετακόμισε στη ΔΕΘ το 1962) ήταν το εμβληματικό, παράλληλο της ελληνικής οικονομικοκοινωνικής ανάπτυξης, «Αν ήμουν πλούσιος» του Δώρου Γεωργιάδη. Στα χρόνια που ξεκινούσε η «επέλαση» κύπριων τραγουδιστών, πολύ πριν δώσει το έναυσμα η Αννα Βίσση με το «Ας κάνουμε απόψε μιαν αρχή». Α, μας έμεινε και η ανάμνηση του Αλκη Στέα με το «Ευτυχείτε» του, στον ορισμό του λαϊκού κονφερανσιέ, έως το 1980.

Στο σεπτεμβριάτικο δεκαπενθήμερο της Εκθεσης έδιναν όμως το «παρών» και τα περισσότερα μεγάλα αθηναϊκά θεατρικά σχήματα –κυρίως κωμωδίες και επιθεωρήσεις με γνωστά ονόματα. Με ουρές στα ταμεία, από επισκέπτες της ΔΕΘ, Θεσσαλονικιούς, αλλά κυρίως από κοινό της επαρχίας, που έφθανε, καραβιές ολόκληρες, με ναυλωμένα πούλμαν, με τα ΚΤΕΛ ή τα τρένα. Διψασμένο, αυτό το τελευταίο, για θέαμα, ψυχαγωγία και για ό,τι περίεργο, νεωτερικό, παγκόσμιο. Βλέπετε, τότε δεν υπήρχε η τηλεόραση (μόνον ο Τύπος και το ραδιόφωνο, που από τη ΔΕΘ είχε πρωτοεκπέμψει στο γενέθλιό της 1926) κι έπρεπε κάπως να «χορτάσει» αυτή η πείνα για το καινούργιο, το απρόσιτο.

Πού κοιμούνταν όλοι αυτοί; Παντού! Σε όσα ξενοδοχεία είχε η πόλη –κάποια πολυτελέστατα, όπως το θρυλικό Μεντιτερανέ στην παραλία, που γκρεμίστηκε στο πλαίσιο μιας σκοτεινής υπόθεσης η οποία ονομάστηκε «σκάνδαλο Μεντεκίδη» και επί χρόνια σερνόταν στα δικαστήρια. Πιένες γνώριζε ακόμη και ο… χαμηλών αστέρων ξενώνας Αύγουστος στην Εγνατία, όπου είχε ακουστεί –και είχε γραφεί και εκτός ελληνικών συνόρων –ότι είχε σπιτώσει το φάντασμα του Αδόλφου Χίτλερ! (Το γελάτε; Ηταν ο πιο διαδεδομένος αστικός μύθος έως τα μέσα του ’80).

Οι περισσότεροι εκθέτες και επισκέπτες, όμως, νοίκιαζαν δωμάτια σε διαμερίσματα, ακόμη και σοφίτες ή ταράτσες, και η ΔΕΘ είχε φροντίσει να στήσει ειδικό γραφείο που δεχόταν τις προσφορές των Θεσσαλονικιών.

Εως και κλειστά νοσοκομεία ή κλινικές είχαν μεταβληθεί άρον άρον σε ξενοδοχεία ή μάλλον κοιτώνες, μας θυμίζει ο Κυριάκος Ποζρικίδης, διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΘ – Helexpo και συγγραφέας του ιστορικού επετειακού τόμου «75 χρόνια επί 15 ημέρες» (2011). Παλιοί Θεσσαλονικείς θυμούνται την πίεση του νερού να πέφτει εντυπωσιακά τα σεπτεμβριάτικα βράδια, λόγω υπερχρήσης από τους εκατοντάδες χιλιάδες επισκέπτες!

Βέβαια, ούτε και όλα τα παραπάνω δεν ήταν ικανά να στεγάσουν τόσο κόσμο. Καθότι το 1966, στη Θεσσαλονίκη των 500.000 κατοίκων, η ΔΕΘ έκανε ρεκόρ: 1.600.000 επισκέπτες!

Ετσι, γέμιζαν τα παγκάκια, κυρίως γύρω από τον Λευκό Πύργο –κοντά στο θρυλικό Ντορέ, όπου έπαιρναν το γλυκό ή τον καφέ τους και οι σταρ –αλλά και στο πάρκο της ΧΑΝΘ. Στρωματσάδα, με ό,τι είχε ο καθένας. Ακόμη και φλοκάτες, κι ας ήταν Σεπτέμβριος. Ασε που εκεί είχαν θέα στους σταρ του σινεμά –της χρυσής του εποχής: Αλίκη, Τζένη, Μελίνα… –που έφθαναν λουσμένοι στα φλας στα σκαλιά του Θεάτρου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών. Ολο και κάποια ταινία τους συμμετείχε στην Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου, που ξεκίνησε το 1960 υπό την αιγίδα της Διεθνούς Εκθεσης και «παγκοσμιοποιήθηκε» ως Διεθνής, για να αυτονομηθεί ως το σημερινό Φεστιβάλ.

Οταν δεν χάζευαν τους σταρ οι «εκθεσιακοί έποικοι», με μια δρασκελιά βρίσκονταν στα περίπτερα της ΔΕΘ για να επιδοθούν στην περίφημη «μανία των επισκεπτών»: τη συλλογή φυλλαδίων. Τσάντες ολόκληρες γέμιζαν. Με τα κιλά έπαιρναν τα δωρεάν δείγματα. Μεγάλες δόξες γνώρισαν οι μίνι συσκευασίες που μοίραζε η Ελληνική Βιομηχανία Ζαχάρεως, ενώ εκεί, στο περίπτερο της ΕΣΣΔ, πρωτολανσαρίστηκαν οι ρωσικές κούκλες μπάμπουσκες –όπως μας θυμίζει ο παλιός Θεσσαλονικιός Λάζαρος Ζεϊμπέκογλου, παρών στη Διεθνή Εκθεση από τη δεκαετία του ’50 και ως εκθέτης από το 1969.

Η πορεία της ΔΕΘ προς την ακμή μετράει ουσιαστικά από το 1951, όταν η Ελλάδα μπαίνει σε διαδικασία ανασυγκρότησης και οικονομικής ανάτασης, κυρίως χάρη στο ρευστό του Σχεδίου Μάρσαλ. Μουδιασμένη ακόμη από τον Εμφύλιο. Ειδικά η Θεσσαλονίκη το 1948 είχε στο εμφυλιακό παλμαρέ τη δολοφονία του αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ, που αποδόθηκε από τους κυβερνητικούς σε αντάρτες και στην πρόθεσή του να συναντήσει στο βουνό τον καπετάνιο Μάρκο Βαφειάδη.

«Η Διεθνής Εκθεση γίνεται ο καθρέφτης όχι μόνον της επιχειρηματικότητας και των νέων επενδύσεων, αλλά και της κοινωνίας», όπως το διατυπώνει ο Κυριάκος Ποζρικίδης, που είναι και διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. «Η Θεσσαλονίκη καθίσταται εκθεσιούπολη, δίχως ανταγωνιστή». Και επίκεντρο όλων των χωρών, όχι μόνο βαλκανικών, που ενδιαφέρονται να κάνουν δουλειές και συνεργασίες – συμφωνίες ή να δείξουν τις καινοτομίες τους. Δεν είναι τυχαίο ότι στα περίπτερα προβάλλονταν ταινιάκια για τη ζωή του αμερικανού ή του σοβιετικού αγρότη, εργάτη, φοιτητή. Καθώς ο ανταγωνισμός, όπως εξηγεί ο κ. Ποζρικίδης, «δεν ήταν μόνο στο επίπεδο του επιχειρείν, αλλά και σε πολιτικό».

Την ίδια ώρα, στα υπόγεια του Παλέ ντε Σπορ (ελλείψει εκθεσιακών χώρων) περίμεναν, στρατιές, τα νέα μοντέλα γνωστών αυτοκινητοβιομηχανιών, ώσπου να αναδυθούν για κάποια λαμπρή παρουσίαση δύο – τριών ωρών. Στη ΔΕΘ πρωτοκαπνίστηκαν τσιγάρα λάιτ (το 1931!), ήχησαν τα πρώτα ραδιόφωνα παγκοσμίου λήψεως Τelefunken, οι Ιταλοί λανσάρισαν το πρώτο κλιματιστικό, ενώ δίπλα εξετίθεντο μάσκες για χημικό πόλεμο. Χιλιάδες σχημάτισαν ουρές για να δουν το ρομποτικό «μαγικό χέρι» το 1954. Στη ΔΕΘ ακούστηκαν κακαρίσματα πάνω από τις πρώτες επωαστικές μηχανές. Εκεί και ο συριγμός του πρώτου μηχανήματος με ραδιενεργό κοβάλτιο –σαν τις σημερινές ακτίνες Χ.

Ο προάγγελος του χοτ ντογκ στη ΔΕΘ έγινε πρώτη φορά ανάρπαστος, ως «σάντουιτς με λουκάνικο», το οποίο ύστερα από ώρες πεζοπορίας καταβρόχθιζαν αποκαμωμένοι επισκέπτες στους διαμορφωμένους ως… σαλονάκια φαστ φουντ εξώστες και στις ταράτσες των περιπτέρων. Και αυτό ενώ έκανε την εμφάνισή του το πρώτο –άγνωστο και ως λέξη τότε –σελφ σέρβις εστιατόριο.

Βέβαια, οι ουρές και η διαχρονικότητα όλων αυτών παρασάγγας απέχει από τη δημοφιλία της μαύρης μπίρας Φιξ, μεγάλης ατραξιόν στην Εκθεση. Α-νάρ-πα-στη!