Κερδοφορία για τρίτο συνεχόμενο τρίμηνο ανακοίνωσε σήμερα ο όμιλος της Εθνικής Τράπεζας, καθώς τα καθαρά κέρδη δεύτερου τριμήνου διαμορφώθηκαν σε 317 εκατ. ευρώ περιλαμβανομένων εκτάκτων αποτελεσμάτων από θετικό αναβαλλόμενο φόρο ύψους 208 εκατ. ευρώ αλλά και την περαιτέρω απομείωση της συμμετοχής της ΕΤΕ στη Eurobank ύψους 17 εκατ. ευρώ.

Σε εξαμηνιαία βάση, τα κέρδη έφτασαν τα 344 εκατ. ευρώ έναντι ζημιών 1.894 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο εξάμηνο του 2012. Εξαιρουμένων των μη επαναλαμβανόμενων κερδών και ζημιών, τα καθαρά κέρδη διαμορφώθηκαν σε 312 εκατ. ευρώ για το α’ εξάμηνο.

Ιδιαίτερα θετική στη διαμόρφωση των αποτελεσμάτων ήταν η συμβολή της θυγατρικής της ΕΤΕ στην Τουρκία Finansbank, με κέρδη 332 εκατ. ευρώ ενώ οι θυγατρικές της ΝΑ Ευρώπης συνέβαλαν με κέρδη 6 εκατ. ευρώ έναντι ζημιών ύψους 13 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο εξάμηνο του 2012.

Όσον αφορά την ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου του Ομίλου, όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση, είναι πολύ ενθαρρυντικό ότι η επιβράδυνση στη δημιουργία νέων επισφαλειών διατηρείται, ενώ σημαντική περαιτέρω μείωση σημειώθηκε κατά το β’ τρίμηνο του 2013 και στη ΝΑ Ευρώπη.

Πιο συγκεκριμένα, οι νέες επισφάλειες σε επίπεδο Ομίλου ανήλθαν σε 1,2 δισ. ευρώ κατά το α΄ εξάμηνο του 2013, ενώ κατά την ίδια περίοδο του 2012, που αποτέλεσε την κορύφωση της κρίσης στην Ελλάδα, είχαν ανέλθει σε 2,3 δισ. ευρώ. Αποτέλεσμα αυτών ήταν η διενέργεια μειωμένων προβλέψεων ύψους 853 εκατ. ευρώ στο α΄ εξάμηνο 2013 σε επίπεδο Ομίλου, έναντι 1.202 εκατ. ευρώ την αντίστοιχη περσινή περίοδο. Εντούτοις, το επίπεδο κάλυψης των επισφαλών απαιτήσεων από προβλέψεις για τον Όμιλο αυξήθηκε στο 56% (από 54% στο τέλος του α΄ τριμήνου 2013), που κατατάσσεται ανάμεσα στα υψηλότερα της αγοράς.

Επιπλέον, θετική εξέλιξη αποτελεί η συνεχιζόμενη βελτίωση της ρευστότητας. Συγκεκριμένα, η αύξηση των καταθέσεων του Ομίλου κατά 10% σε ετήσια βάση, σε συνδυασμό με τη μείωση του δανειακού χαρτοφυλακίου μετά από προβλέψεις κατά 4% το ίδιο διάστημα, βελτίωσαν το δείκτη ρευστότητας (δάνεια : καταθέσεις) στο 102% σε επίπεδο Ομίλου, έναντι 116% τον Ιούνιο του 2012.

Όπως επισημαίνεται στη σχετική ανακοίνωση, ο δείκτης δανείων προς καταθέσεις για την Ελλάδα διαμορφώθηκε σε 93% -βελτιωμένος κατά 17 ποσοστιαίες μονάδες σε ετήσια βάση- διατηρώντας την ΕΤΕ με διαφορά στην καλύτερη θέση από άποψη ρευστότητας στην εγχώρια αγορά. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί απτή ένδειξη της υγιούς ρευστότητας της ΕΤΕ και των βελτιούμενων δυνατοτήτων χρηματοδότησης της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

Είναι αξιοσημείωτο, επισημαίνεται στην ανακοίνωση της Εθνικής, ότι ο αντίστοιχος δείκτης για τη ΝΑ Ευρώπη, ο οποίος διαμορφώθηκε στο 104%, βελτιωμένος κατά 22 ποσοστιαίες μονάδες σε ετήσια βάση, κυμαίνεται σε επίπεδα χαμηλά σε σχέση με τα αντίστοιχα του ανταγωνισμού στις εν λόγω αγορές, ενώ έχει μειωθεί περίπου κατά το ήμισυ από τα προ κρίσης επίπεδα. Στην Τουρκία, ο δείκτης σημείωσε βελτίωση κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως στο 109% στο τέλος του εξαμήνου, ενώ σημαντική βελτίωση σημειώθηκε και στο μείγμα των καταθέσεων, μέσω ενίσχυσης των χαμηλού κόστους καταθέσεων όψεως.

Όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, ο pro-forma δείκτης κύριων βασικών ιδίων κεφαλαίων του Ομίλου (Core Tier I) διαμορφώθηκε σε 9,2% μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της αύξησης κεφαλαίου με τη συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών. Ο παραπάνω δείκτης δεν περιλαμβάνει τη θετική επίδραση των υπό εξέλιξη μέτρων κεφαλαιακής ενίσχυσης του Ομίλου.

Επιπλέον, θετική επίπτωση στην κερδοφορία είχε η συνεχιζόμενη βελτίωση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας, που οδήγησε στον αντιλογισμό προβλέψεων για ενδεχόμενη απομείωση απαιτήσεων έναντι του Ελληνικού Δημοσίου ύψους 163 εκατ. ευρώ.

Στην Ελλάδα το πρώτο εξάμηνο 2013 τα καθαρά κέρδη από τις εγχώριες δραστηριότητες ανήλθαν σε 5 εκατ. ευρώ έναντι ζημιών 2.133 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο περυσινό διάστημα.

Σε δήλωση του ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας Αλέξανδρος Τουρκολιάς αναφέρει μεταξύ άλλων ότι τα σταθερά βήματα προόδου που έχει επιτύχει η χώρα μας, όσον αφορά τις αναγκαίες προσαρμογές και μεταρρυθμίσεις, έχουν πλέον δώσει νέα δυναμική στην πορεία των μακροοικονομικών μεγεθών, αν και οι υφεσιακές πιέσεις παραμένουν ισχυρές.