Το κραγιόν πήρε λίγο τα πάνω του τον 16ο αιώνα, στην Αγγλία, όταν η βασίλισσα Ελισάβετ συνήθιζε να βάφει κόκκινα τα χείλη της ενώ η επιδερμίδα της ήταν λευκή. Παρ’ όλα αυτά, το 1770 ψηφίστηκε νόμος που επέτρεπε στον γαμπρό να ακυρώσει τον γάμο εφόσον η νύφη είχε χρησιμοποιήσει καλλυντικά προτού φορέσει το νυφικό της.
Στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, τα κραγιόν τα προτιμούσαν οι ηθοποιοί και οι τραγουδίστριες επί σκηνής ώστε να δείχνουν πιο εντυπωσιακές ενώ μόνο οι φασιονίστας της εποχής το φορούσαν καθημερινά. Η χρήση τους, άλλωστε, ήταν δύσκολη. Πωλούνταν σε κυλινδρικά μεταλλικά δοχεία και οι κυρίες έπρεπε να πιέσουν έναν μικρό μοχλό στο πλάι του σωλήνα με την άκρη του νυχιού τους ώστε να κυκλοφορήσει το μείγμα και να βγει έξω για να το απλώσουν με βουρτσάκι.
Το αποτέλεσμα, βέβαια, δεν ήταν εξαιρετικό. Το χρώμα δεν διαρκούσε πολύ και οι κυρίες έπρεπε να τσεκάρουν συνεχώς τα δόντια τους αν έχουν κόκκινες κηλίδες. Γι’ αυτό και οι «Νιου Γιορκ Τάιμς» συμβούλευαν τις γυναίκες να προσέχουν όταν το τοποθετούν στα χείλια τους. Τη λύση ήρθε να δώσει η βιοχημικός με εμπειρία στην επεξεργασία του πετρελαίου Χέιζελ Μπίσοπ, το 1940.
Χρησιμοποιώντας την κουζίνα της, στο μικρό διαμέρισμά της στην περιοχή Σέντραλ Παρκ Ουέστ της Νέας Υόρκης, άρχισε να φτιάχνει «μαγικά φίλτρα». Επειτα από αρκετές προσπάθειες βρήκε τελικά το συστατικό της επιτυχίας: λανολίνη και δυνατή βαφή που μπορούσε να διεισδύσει στην επιδερμίδα. Το χρώμα έμενε σταθερό και το μείγμα μπορούσε εύκολα να μπει σε διάφορα καλούπια.
Με τη βοήθεια της διαφήμισης το κραγιόν της κατέκλυσε την αγορά. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 η εταιρεία της κατείχε το 25% των πωλήσεων κραγιόν, ακόμα και όταν οι ανταγωνιστές τους λανσάριζαν αδιάβροχα μοντέλα. Το κραγιόν με τη μορφή που το ξέρουμε σήμερα έδωσε φτερά στις γυναίκες, που πλέον μπορούσαν να αφήνουν το αποτύπωμά τους στα φλιτζάνια του καφέ, τα τσιγάρα και τα φιλιά τους.