Είναι ένας από τους αθέατους πρωταγωνιστές του καλοκαιριού, καθώς κάθε βράδυ ανοίγει και κλείνει το πιο διάσημο θερινό σινεμά της χώρας. Το Σινέ Θησείον μπήκε στα ρεπορτάζ του CNN και του BBC, με τα καλύτερα σχόλια. Η μεγαλύτερη ανταμοιβή πάντως για τον 74χρονο σήμερα Αγρινιώτη παραμένει η προσέλευση του κοινού

«Μην ψάχνεις, κορίτσι μου, γιατί και πώς μπλέχτηκα με τον κινηματογράφο. Αυτό είναι μικρόβιο. Αμα το κολλήσεις τελείωσες». Δεν τα αγαπάει τα πολλά λόγια ο Θωμάς Μανιάκης. Καμαρώνει που ο κινηματογράφος του –το Σινέ Θησείον, στον πεζόδρομο της Αποστόλου Παύλου –ψηφίστηκε ως ο καλύτερος στον κόσμο από το CNN, αλλά δεν κομπάζει διότι δεν του αρέσουν οι τίτλοι.

Ούτε να λέει ότι κρατά στα χέρια του την τύχη του παλαιότερου θερινού κινηματογράφου στην Αθήνα (πρωτολειτούργησε το 1935) θέλει. «Είμαστε οι πιο παλιοί, μαζί με την Μπομπονιέρα και το Βοξ», επαναλαμβάνει κάθε φορά που τον ρωτούν.

ΜΟΥΒΙΟΛΑ. Ακούραστο κάθε βράδυ οι θαμώνες του καλού κινηματογράφου θα τον βρουν στο πόστο του. Πριν από την προβολή θα είναι στο ταμείο ή κάπου εκεί δίπλα και όταν έρχεται η ώρα της προβολής δίπλα στη μηχανή.

Είπαμε. Ο κινηματογράφος είναι μικρόβιο. Και ο 74χρονος Αγρινιώτης «μολύνθηκε» όταν ήταν 6-7 ετών, μαθητής του Δημοτικού ακόμη. Ο μεγάλος του αδελφός δούλευε στη μηχανή προβολής ενός κινηματογράφου και ο μικρός Θωμάς –που έπρεπε να βοηθά την οικογένεια με τα οκτώ παιδιά –μόλις τελείωνε το σχολείο πήγαινε στην αίθουσα με τον δίσκο του και πουλούσε στο διάλειμμα πασατέμπο και στραγάλια.

Στα 15 του η ζωή τού έδειξε τον δρόμο προς την Αθήνα. «Επρεπε να γλιτώσω από τον Γαλάνη και τον Κωσταρά», λέει. «Τους έχεις ακούσει; Ο φόβος και ο τρόμος της Ασφάλειας Αγρινίου», αλλά δεν αφήνει την κουβέντα να ανοιχτεί και πολύ προς την πολιτική. Τη μία τάξη που του χρειάζεται για να τελειώσει τις σπουδές του στο Γυμνάσιο δοκιμάζει να την κάνει σε νυχτερινό, αλλά το κυνήγι του μεροκάματου δεν του αφήνει και πολλά περιθώρια.

Το απολυτήριο του Γυμνασίου μπορεί να μην ήρθε, ήρθε όμως λίγο αργότερα το πτυχίο τεχνικού κινηματογράφου, ενώ παράλληλα δούλευε ως ηλεκτρολόγος σε οικοδομές. «Τότε δεν υπήρχαν σχολές. Πρακτικά το έπαιρνες το χαρτί».

Στο μεταξύ βρίσκει δουλειά σε χειμερινό κινηματογράφο στη Νέα Σμύρνη και μετά παίρνει μεταγραφή για το Ροζικλέρ, απέναντι από το Μινιόν. Για μια δεκαετία το πρωί κάνει μεροκάματο στην οικοδομή, «σφυρί και καλέμι», όπως λέει, και το βράδυ τρέχει στον κινηματογράφο. Οταν δεν δουλεύει στο γιαπί κάνει τριπλή βάρδια στις αίθουσες.

Επιχειρηματίας για πρώτη φορά γίνεται το 1967, με τον κινηματογράφο Ηρα στο Μπραχάμι, και αργότερα έρχεται στα χέρια του ο Αρίων –την εποχή που οι κινηματογράφοι φιλοξενούσαν και θεατρικές παραστάσεις –ενώ τη δεκαετία του ’80 γίνεται ο ιδιοκτήτης του ιστορικού Σινέ Θησείον.

Εκεί, κάτω από την Ακρόπολη, στεριώνει. Και καταφέρνει να φτιάξει τον δικό του μύθο γύρω από τον θερινό κινηματογράφο.

Διαλέγει ο ίδιος τις ταινίες που θα προβληθούν. Κυρίως κλασικές, ευρωπαϊκές και αμερικανικές. Δυσκολεύεται όμως πλέον, όπως παραδέχεται, να βρει καλό υλικό. «Δεν υπάρχουν πια ούτε ταινίες, ούτε σκηνοθέτες, ούτε ηθοποιοί.

Ο αμερικανικός κινηματογράφος παράγει πια ταινίες με πιστολίδι και αίματα, κατάλληλες μόνο για κοινό που θέλει να καταναλώνει ποπ κορν και κόκα-κόλα. Και αν σε κάποιον δεν αρέσει η ταινία, στον δικό μας κινηματογράφο έχει εναλλακτική. Μπορεί να απολαύσει την Ακρόπολη. Δεν αλλάζει χρώματα ο φωτισμός της όπως παλιά βεβαίως, που μου άρεσε πολύ, αλλά όπως και να το κάνεις η θέα είναι υπέροχη», λέει.

Διακοπές ούτε που σκέφτεται να πάει. Τον χειμώνα, άλλωστε, έχει πολύ ελεύθερο χρόνο. Είναι η περίοδος που διαβάζει κριτικές ταινιών, παρακολουθεί τι νέο κυκλοφορεί.

Το καλοκαίρι κάθε βράδυ, παρών στον κινηματογράφο, στέκει δίπλα στη μηχανή και επιβλέπει τον ανιψιό του, που έχει πάρει πλέον τα ηνία. Διότι ο κυρ Θωμάς το τονίζει. Το Σινέ Θησείον είναι οικογενειακή επιχείρηση. Δουλεύει ο ίδιος με την αδελφή του, έναν ακόμη αδελφό του και τα δύο ανίψια του.

Η αδελφή του άλλωστε είναι υπεύθυνη για το ποτό βύσσινο και τη βυσσινάδα με μαύρη ζάχαρη που σερβίρονται στο κυλικείο, ενώ η τυρόπιτα, που έχει φανατικούς φίλους, δεν φτιάχνεται από την ίδια, αλλά ψήνεται εκείνη την στιγμή.

Και παρότι απασχολούνται τόσοι άνθρωποι –της οικογενείας μεν, αλλά εργαζόμενοι –στον κινηματογράφο, το κέρδος δεν αποτελεί μπούσουλα για τις επιλογές του. Με τα έσοδα, όπως λέει, πληρώνει το κράτος, τον ιδιοκτήτη του οικοπέδου, και ζει ο ίδιος και τα μέλη της οικογενείας που απασχολούνται στην επιχείρηση. «Τα έξοδα είναι πολλά. Και ενώ οι ταινίες είναι ακριβές, δεν θέλω να είναι υψηλό το εισιτήριο. Πιστεύω ότι ο κινηματογράφος είναι το φθηνότερο είδος διασκέδασης. Με 6 ευρώ μπορεί κάποιος να δει μία ταινία. Απλώς τώρα ο κόσμος έχει πολλές εναλλακτικές.

Οταν ήμουν παιδί υπήρχαν μόνο ο κινηματογράφος και το καφενείο. Και οι ταινίες ήταν καλές. Θυμάμαι ήταν τόσο μεγάλες οι εισπράξεις, που οι ιδιοκτήτες της αίθουσας έπαιρναν τα χρήματα με σακιά κάθε βράδυ για να τα μετρήσουν στο σπίτι».

ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑ. Δυσάρεστα δεν έχει να θυμηθεί ο Θωμάς Μανιάκης. Ενα μικρό λάθος στη μηχανή από τον ανιψιό του έγινε αιτία να κλείσει για ένα βράδυ, αλλά κατά τα άλλα στη μνήμη του έχει να ανακαλέσει από γενέθλια που γιορτάστηκαν στον κήπο του κινηματογράφου έως προτάσεις γάμου που έγιναν στο διάλειμμα. Και έναν περίεργο θεατή, που όταν του πρότεινε να του κόψει μειωμένο εισιτήριο, όπως προβλέπεται για τους άνω των 65, εκείνος παρεξηγήθηκε. Εκτοτε δεν κόβει μειωμένα με δική του πρωτοβουλία. Περιμένει να του το ζητήσουν.

Και βεβαίως δεν ξεχνά τη στιγμή –πέρυσι –που το Σινέ Θησείον ανακηρύχθηκε ο καλύτερος κινηματογράφος στον κόσμο. «Ηταν επιτυχία για όλους μας», λέει χαμογελώντας. «Μετά ήρθαν από το BBC, από την Αργεντινή, από την Κίνα… Ηταν σημαντική διάκριση, δεν λέω. Ομως το καλύτερο κομπλιμέντο για μένα ήταν εκείνο του δημοσιογράφου από το BBC που είπε ότι τόσο καθαρή δεν είναι ούτε η τουαλέτα του σπιτιού του».