Το 1963 δύο νεαροί έλληνες μετανάστες στη Γερμανία αποφάσισαν να μπουν σε μια αίθουσα, όπου θα μιλούσαν στελέχη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος SPD – «και ό,τι καταλάβαιναν». Πενήντα χρόνια αργότερα αντιπροσωπεία του SPD βρέθηκε στη Μάνη για να τιμήσει τον έναν από τους δύο, ο οποίος από τότε παραμένει μέλος του κόμματος

Ο Τάκης Καπουρελάκος βρέθηκε στη Γερμανία, «χώρα την οποία είχε μισήσει ως παιδί», στα τέλη του 1959. Ηταν τότε 26 χρονών. Μαζί με άλλους μετανάστες, έπιασε την πρώτη του δουλειά σε μια κλωστοϋφαντουργία στην πόλη Χόφλαγε, στα σύνορα με την Τσεχοσλοβακία. Μέσα σε μόλις δύο εβδομάδες, όπως θυμάται, η δουλειά διπλασιάστηκε. «Δουλεύαμε χωρίς ανάσα», περιγράφει. Οι έλληνες μετανάστες στο συγκεκριμένο εργοστάσιο ήταν 176. Πληρώνονταν με τα μισά λεφτά από όσα έπαιρναν οι γερμανοί συνάδελφοί τους.

Ο νεαρός Μανιάτης, ο οποίος είχε τελειώσει το Γυμνάσιο στην Ελλάδα, αλλά δεν ήξερε παρά μόνο σκόρπιες λέξεις στα γερμανικά, προσπαθούσε μετά τις βάρδιες να μάθει τη γλώσσα διαβάζοντας μόνος του. Προσπαθούσε να καταλάβει γιατί η δική του δουλειά πληρωνόταν με 2,6 μάρκα την ώρα έναντι 5,5 που έπαιρναν οι γερμανοί εργάτες.

ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΕΡΓΑΤΩΝ. Γρήγορα βρέθηκε επικεφαλής μιας πολυήμερης απεργίας, στην οποία πήραν μέρος όλοι οι ξένοι εργάτες στην κλωστοϋφαντουργία. «Με την παρότρυνση των συναδέλφων μας προχωρήσαμε. Είχαμε ειδοποιήσει τότε και το ελληνικό προξενείο, αλλά τελικά βοήθεια δεν πήραμε», θυμάται σήμερα. Η εταιρεία είχε απαντήσει τότε στους εξεγερμένους εργάτες ότι όποιος ήθελε μπορούσε να φύγει. Εκείνη πλήρωνε ό,τι προβλεπόταν στη σύμβαση που είχε υπογράψει η χώρα μας.

Αυτή η απεργία ήταν το «συνδικαλιστικό βάπτισμα» του Καπουρελάκου, ο οποίος μετά την ένταξή του στο SPD διετέλεσε πρόεδρος των αλλοδαπών εργατών. Αυτή η δράση του, το γεγονός ότι παραμένει μέλος του κόμματος επί 50 χρόνια, αλλά και η βοήθεια που προσέφερε σε Ελληνες που είχαν καταφύγει στη Γερμανία κατά τη διάρκεια της χούντας ήταν οι λόγοι για τους οποίους τιμήθηκε από το SPD. Αντιπροσωπεία του κόμματος βρέθηκε προ ημερών στην Καρυούπολη Γυθείου και του επέδωσε τη διάκριση του Μεταλλίου Βίλι Μπραντ μαζί με τιμητική επιστολή.

Στα 80 του χρόνια σήμερα, ο Καπουρελάκος είναι εγκατεστημένος στον Ακούμαρο Γυθείου –κοντά, σχετικά, στο Νεοχώρι όπου γεννήθηκε.

Ηταν το τρίτο παιδί από τα πέντε της οικογένειάς του και οι πρώτες του δραματικές μνήμες είναι από τη γερμανική κατοχή. Τα σπίτια στο Νεοχώρι, μαζί και εκείνο της οικογένειάς του, λεηλατήθηκαν και κάηκαν από τους Γερμανούς. Η οικογένεια βρέθηκε στον δρόμο, χωρίς τίποτα. Κατέφυγαν σε μια καλύβα και επιβίωσαν χάρη σε δέματα που έστελνε κατά διαστήματα ένας συγγενής τους, μετανάστης στην Αμερική. Ως παιδί περπατούσε καθημερινά περίπου μία ώρα για να πάει στο σχολείο. Ακολούθησαν το Γυμνάσιο και ο Στρατός. Και μετά ήρθε η μάταιη αναζήτηση για δουλειά. «Δεν μπορούσα να βρω τίποτα. Ημουν απελπισμένος, όταν έμαθα ότι μπορούσα να πάω ως μισθοφόρος στο Βελγικό Κονγκό», διηγείται σήμερα. «Ευτυχώς, όταν ήμουν με την αίτηση στα χέρια, συνάντησα στην Ομόνοια έναν συγγενή. Εκείνος ήταν που με έπεισε να φύγω για τη Γερμανία. Εφυγα κυριολεκτικά σαν ζητιάνος, χωρίς δραχμή στην τσέπη, χωρίς καν να μπορώ να επικοινωνήσω με τους ανθρώπους στον τόπο όπου πήγαινα».

Μετά την απεργία στην κλωστοϋφαντουργία του Χόφλαγε, ο Καπουρελάκος αποφάσισε να αναζητήσει την τύχη του αλλού. Με ελάχιστα χρήματα στην τσέπη βρέθηκε στο Αμβούργο και στην Κολωνία. Με τη βοήθεια δύο Ελλήνων κατάφερε να βρει δουλειά σε ένα χυτήριο στην αρχή και έπειτα από μερικούς μήνες σε ένα εργοστάσιο καλωδίων στο Ντούισμπουργκ. Εκεί ήταν που εντάχθηκε στο SPD. «Μπήκαμε δύο έλληνες εργάτες διστακτικά στην αίθουσα. Μας ρώτησαν τι θέλαμε. Τους είπαμε και ρωτήσαμε αν ήμασταν δεκτοί. Επειτα από λίγα λεπτά ο ομιλητής σταμάτησε για να μας καλωσορίσει». Από εκείνη τη στιγμή έγινε μέλος του κόμματος. Μάλιστα, σε ένα πρόσφατο ταξίδι του στο Ντόρτμουντ, στα γραφεία του SPD όπου πήγε φορούσε στο πέτο του εκείνη την καρφίτσα του SPD που πήρε το 1963. Οι άνθρωποι του κόμματος του τη ζήτησαν, αφού δεν είχαν μια ανάλογη τέτοια. «Δεν μπορώ να σας τη δώσω», τους είπε ευγενικά. «Είναι τιμή μου να τη φοράω». Το 1963 ο Καπουρελάκος παντρεύτηκε. Σήμερα είναι πατέρας τριών παιδιών και πολύ υπερήφανος παππούς πέντε εγγονιών.

Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας βρέθηκε να βοηθά Ελληνες που είχαν καταφύγει στη Γερμανία, ενώ ταυτόχρονα συγκέντρωνε υπογραφές σε ειδικά ερωτηματολόγια εναντίον της χούντας. Στη συνέχεια γοητεύεται από τον Ανδρέα Παπανδρέου και εντάσσεται στις γραμμές του ΠΑΚ. Η δράση του, όμως, έφερε γρήγορα στην πόρτα του «την Ασφάλεια από την Ελλάδα». Ανθρωπος του καθεστώτος, ο οποίος υπηρετούσε στο προξενείο του Αμβούργου, τον απείλησε ευθέως.

Ο Καπουρελάκος δούλευε παράλληλα σκληρά. Επί περίπου επτά χρόνια ξεκινούσε στις 4 το απόγευμα και τελείωνε στις 8 το πρωί. «Πληρωνόμουν όμως πολύ καλά», λέει. Η άνοδος του Βίλι Μπραντ στην Καγκελαρία «άλλαξε τη ζωή μας, αποκτήσαμε δικαιώματα και συμβάσεις». Οπως λέει, του προσφέρθηκε η δυνατότητα να αποκτήσει τη γερμανική υπηκοότητα.

Επειτα από 30 χρόνια στη Γερμανία –τα τελευταία εκ των οποίων, μάλιστα, τα πέρασε ως ιδιοκτήτης εστιατορίου στο Αμβούργο –ο Καπουρελάκος και η οικογένειά του επέστρεψαν στην Ελλάδα. Ηθελε, λέει, τα παιδιά και τα εγγόνια του να είναι ελληνόπουλα. Αν μπορούσε, πάντως, να προβλέψει τι θα συνέβαινε σήμερα, δεν θα είχε καν σκεφτεί την επιστροφή.

ΓΕΦΥΡΕΣ ΜΕ ΓΕΡΜΑΝΙΑ. Πάντως, και σήμερα, στα 80 του, εξακολουθεί να χτίζει γέφυρες με τη Γερμανία. «Ο Τάκης Καπουρελάκος είναι Ευρωπαίος», λέει γι’ αυτόν ο Μίκαελ Γιάκομπ, επικεφαλής του προγράμματος Ger-Mani. Το πρόγραμμα φιλοξενεί νέους κυρίως από τη Γερμανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίοι δουλεύουν εθελοντικά στην ανάπτυξη των υποδομών της Μάνης. Ο Καπουρελάκος είναι ο πολύτιμος διερμηνέας τους, σε εθελοντική βεβαίως βάση. «Ο Τάκης έχει ιδέες. Στη Γερμανία έπειτα από 50 χρόνια τον εκτιμούν για τη δουλειά του ως προέδρου των αλλοδαπών εργατών. Τον ενδιαφέρει να βοηθά. Δεν τον νοιάζουν τα σύνορα».

Μπορεί να πέρασε 30 χρόνια στη Γερμανία, μπορεί να συνεχίζει να συνεργάζεται με Γερμανούς ακόμη και σήμερα, ωστόσο ο Καπουρελάκος εξακολουθεί να διατηρεί έντονη τη μνήμη από τη γερμανική κατοχή. «Εγώ δεν ξεχώρισα ποτέ τους ανθρώπους από την πατρίδα ή το χρώμα. Τίποτε από αυτά δεν με επηρέασε. Οι νέοι όμως δεν ξέρουν σήμερα τι θα πει φασισμός. Και αυτό είναι πολύ μεγάλος κίνδυνος σήμερα», λέει.