Αν υπάρχει κάποια αμφιβολία ότι οι γενιές αντιγράφουν η μία την άλλη και ότι τα παιδιά μεγαλώνοντας αντιγράφουν τους γονείς τους ή ότι ο μαθητής γίνεται η συνέχεια του δασκάλου του, η σημερινή συνομιλία διασκεδάζει απολύτως την αμφιβολία αυτή. Με το ζόρι κρατιούνται για να μην ξεσπάσει έντονη αντιπαράθεση ανάμεσά τους, ο σκηνοθέτης Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος και η ηθοποιός Στεφανία Γουλιώτη. Δεν γίνεται σαφώς από πλευράς τους για λόγους σκοπιμότητας η αποφυγή της «σύγκρουσης», ούτε η καταγραφή της κουβέντας τους παρέλειψε σημεία που θα μπορούσε να τους «εκθέσουν». Απλούστατα, ο σεβασμός της Γουλιώτη προς τον δάσκαλό της είναι πολύ μεγαλύτερος σε σχέση με το θράσος που τη χαρακτήριζε από μικρή – όπως ομολόγησε η ίδια – αλλά «τώρα πια έχει γίνει πολύ ήπιο». Ενώ ο Θεοδωρόπουλος ξέρει πια πολύ καλά τι σημαίνει να παρακολουθείς προστατευτικά και αβανταδόρικα τον μαθητή με τον οποίο «διαφωνείς», πολύ περισσότερο όταν έχεις υπάρξει ο ίδιος κατεδαφιστικός στη νεότητά σου. Ισως με τα χρόνια η σύγκλιση αυτή γονέων και παιδιών, δασκάλων και μαθητών να είναι ο θεμέλιος λίθος μιας ανανέωσης που δεν εκτροχιάζεται και μιας παράδοσης που για όποιον ξέρει μένει σφριγηλή ενώ η νεότητα τη χαρακτηρίζει πάντα ως «μουσειακή». Γιατί όπως έλεγε και ο Αλέξης Μινωτής: «Στα είκοσί σου χρόνια πετάς πέτρες και σπάζεις βιτρίνες. Στα σαράντα με φαλάκρα και κοιλίτσα, τι κάνεις;»

Θανάσης Νιάρχος: Κυρία Γουλιώτη, έχει την εντύπωση κανείς ότι, επειδή µπήκατε τόσο δυναµικά στο θέατρο, είναι σαν να µην έχετε βγάλει σχολή, σαν να δώσατε εξετάσεις στα εξαιρετικά ταλέντα και γίνατε ηθοποιός σε µία ηµέρα.

Στεφανία Γουλιώτη: Η πραγματικότητα είναι ότι έχω μια πολύ μπανάλ ιστορία ως ηθοποιός. Είμαι στο θέατρο από 7 χρόνων και έως τα 12 μου χρόνια έκανα όλα τα έργα των αρχαίων τραγικών. Γεγονός που το οφείλω στην ηθοποιό Κυβέλη Μυράτ. Είχε έρθει στο σχολείο μας και με «τσίμπησε», δίνοντάς μου στη συνέχεια πολλούς και μεγάλους ρόλους. Η συνέχεια είναι η κλασική του νέου ανθρώπου που δίνει εξετάσεις στις Σχολές του Εθνικού, του Θεάτρου Τέχνης, του ΚΘΒΕ, και δεν περνάει την πρώτη χρονιά σε καμία, πουθενά. Την επόμενη χρονιά περνάω στη Σχολή του Εθνικού, τελευταία στην κατάταξη. Δάσκαλοι η Τιτίκα Νικηφοράκη, η Ελένη Χατζηαργύρη, ο Νικήτας Τσακίρογλου, ο Ιάκωβος Ψαρράς, η Μαρία Σκούντζου, ο Νίκος Μπουσδούκος και ο νεότερος Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος –κάναμε τούμπες μόλις τον είδαμε. Αμέσως μετά τη σχολή έπεσα στα χέρια του Πέτερ Στάιν. Εκανε οντισιόν για τον Χορό των Αμαζόνων. Διέκρινε φαίνεται το ενδιαφέρον μου να ρουφήξω την εμπειρία του και μου εμπιστεύθηκε την Ηλέκτρα. Πριν από την Ηλέκτρα είχε υπάρξει ο Λευτέρης Βογιατζής.

Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος: Η Γουλιώτη ανήκει σε μια τάξη όπου ήταν μαζεμένα μερικά πολύ ταλαντούχα και πολύ ξεχωριστά πλάσματα. Είναι κάτι που συμβαίνει σπάνια, το καταλαβαίνουμε όμως ακόμη καλύτερα στην πορεία. Εκτός από την ίδια, στην τάξη αυτή ήταν ο Μάκης Παπαδημητρίου, η Κόρα Καρβούνη, ο Γιάννος Περλέγκας… Η Γουλιώτη ξεχώριζε για το μυαλό της και για τη δύναμή της. Αλλά όλη η ομάδα ήταν πολύ δυναμική, με άποψη για τα πράγματα.

Θ.Ν.: Ο σπουδαίος γάλλος σκηνοθέτης και ηθοποιός Ζαν-Λουί Μπαρό είχε ως µότο στη ζωή του τη φράση «να µπορείς να πεθαίνεις κάθε βράδυ για να ξυπνάς παρθένος το πρωί».

ΣΤ.Γ.: Υπάρχει μια φράση που μου έχει καρφωθεί στο μυαλό, χωρίς ωστόσο να μπορώ να πω ότι έχει καθορίσει απολύτως τη ζωή μου· τη φράση «χρειάζεται λιγότερες λιτανείες για να βρέξει». Την είχα ακούσει από τον Λευτέρη Βογιατζή, αλλά την έχει πει ο Στέλιος Ράμφος. Αισθάνομαι προσωπικά πολύ λιγότερο της συζήτησης και πολύ περισσότερο της δράσης. Δεν περιμένω δηλαδή να συμβεί το οτιδήποτε, προτιμώ να το προκαλώ και να το κυνηγάω. Επειδή ζούμε σε μια εποχή όπου τα πάντα πρέπει να διυλιστούν μέσα από χιλιάδες φίλτρα, χιλιάδες συζητήσεις και φιλοσοφίες, όλα να εξηγηθούν ιδεολογικά και σε όλα να κολλήσεις ετικέτες, έφτασα να μη θέλω να έχω καμία σχέση με όλα αυτά. Αν πρέπει να βρέξει, πρέπει να βρέξει. Και να μην κάθομαι να παρακαλάω κάποιον αόρατο θεό για να γίνει κάτι.

Β.Θ.: Μου αρέσει η συζήτηση αυτή. Καταλαβαίνεις, τελικά, γιατί αισθάνεσαι να είσαι φίλος με έναν άνθρωπο, αν και δεν έχεις κάνει πολλή παρέα μαζί του. Το παρατηρείς άλλωστε τόσο έντονα στην πράξη αυτό που λέει η Γουλιώτη. Κουβεντιάζουμε με τον θίασο συχνά γύρω στις πέντε ώρες και, αφού τελειώσει η συζήτηση, είναι αδύνατον να στήσουμε στα πόδια του αυτό για το οποίο κουβεντιάζαμε. Δεν αποκλείεται να συμβαίνει γιατί μας έχει εξαντλήσει η συζήτηση, χώρια που μπορεί να έχουμε γίνει πτώμα από την κούραση, έστω και αν έχουμε μόνο κουβεντιάσει και δεν έχουμε κάνει ακόμη τίποτα. Ισως να είναι και λίγο τεμπελιά –με δεδομένο βέβαια ότι μας αρέσει πολύ η κουβέντα -, ή μάλλον όχι ακριβώς τεμπελιά, περισσότερο ένας φόβος μη τυχόν και εκτεθούμε με το να σηκωθούμε και να δοκιμάσουμε πάνω στη σκηνή αυτά που κουβεντιάζουμε. Χρειάζεται τόλμη για να σηκωθείς και να εκτεθείς.

ΣΤ.Γ.: Χρειάζεται τόλμη να μην είσαι καλός. Με βασανίζει πολύ αυτό το αίσθημα, το κουβαλάω από τα επτά μου χρόνια, όπως ακριβώς κουβαλάω τις παιδικές πληγές μου. Είναι τρομερό, από τη μία, να αισθάνεσαι την ανάγκη να εκτεθείς και, από την άλλη, να ξέρεις ότι δεν θα είσαι καλός. Το «καλός» βέβαια με μια πολύ επιφανειακή έννοια.

Β.Θ.: Στις πρόβες, πάντως, πιο χρήσιμο είναι το λάθος από ό,τι είναι το σωστό. Το σωστό για να βγει χρειάζεται, έτσι κι αλλιώς, μια συσσώρευση. Μακάρι σε μία οκτάωρη πρόβα να είναι κανείς καλός για ένα λεπτό ή έστω για 30 δευτερόλεπτα. Το άθροισμά τους τελικά θα σχηματίσει το γενικότερα και ειδικότερα «σωστό». Αλλωστε δεν μας αφορά τόσο πολύ –όπως συνήθως φαντάζεται κανείς –το τελικό αποτέλεσμα. Μας αφορά η ίδια η διαδικασία προκειμένου να φθάσουμε σε ένα αποτέλεσμα. Επομένως, το λάθος μπορεί να κινητοποιήσει περισσότερο το μυαλό σου από ό,τι το σωστό.

Θ.Ν.: Πώς συµβαίνει σε µια περίοδο τόσο έντονης κοινωνικής καθίζησης το θέατρο να παραµένει σε υψηλότατο επίπεδο;

ΣΤ.Γ.: Προσωπικά θα διαφωνήσω λίγο με την άποψη αυτή. Δεν διαφωνώ σε σχέση με την ποιότητα της κάθε παράστασης ξεχωριστά είτε πρόκειται για έναν συγκεκριμένο δημιουργό είτε για μια ομάδα. Το θέατρο πάσχει, όπως ακριβώς πάσχουν τα διάφορα συνδικάτα. Με τη διαφορά ότι μέσα σε όλη αυτή την καθίζηση το θέατρο λειτουργεί με την ασφάλεια που του δίνει το γεγονός ότι είναι θέατρο. Θα καθήσεις για δύο ώρες, θα δεις την παράσταση και, όπως θα έχεις πληρώσει κιόλας, θα πρέπει να πεις ότι είναι καλή η παράσταση που είδες κατά 99% τουλάχιστον. Μέσα λοιπόν σε αυτή την καθίζηση που ζούμε το θέατρο πάσχει όπως ακριβώς πάσχουν και όλοι οι άλλοι χώροι. Ποτέ δεν συνεργάστηκαν όλα τα θέατρα μεταξύ τους προκειμένου να κάνουν μια κοινή απεργία. Ποτέ δεν συνεννοήθηκαν όλα τα θέατρα –το Εθνικό, το ΚΘΒΕ, τα ΔΗΠΕΘΕ, το ποιοτικό, το εμπορικό, οι ομάδες –για να κάνουν, για παράδειγμα, επί έναν χρόνο μόνο πολιτικό θέατρο. Θα διαφωνούσαν ακόμη και στο τι είναι πολιτικό θέατρο. Εδώ δεν καταφέρνουμε να συνεννοηθούμε οι ηθοποιοί μεταξύ μας και να έχουμε επικοινωνία πάνω στη σκηνή. Βεβαίως αντέχει το θέατρο, αλλά αντέχει γιατί είναι θέατρο.

Β.Θ.: Υπήρξε μια άνθηση για πολλά χρόνια, διότι βοηθούσε το κράτος. Τώρα που ο πολίτης δεν αφορά καθόλου το κράτος, φανταστείτε πόσο μπορεί να το αφορά ο πολιτισμός. Εδώ δεν το αφορά ο πολίτης που πεθαίνει γιατί δεν έχει να φάει ή ο πολίτης που πηγαίνει σε ένα νοσοκομείο. Για το θέατρο όμως διαγράφεται ένας πολύ μεγάλος κίνδυνος: να γίνει ερασιτεχνικό. Οι περισσότερες νεανικές ομάδες παίζουν τζάμπα. Παίζουν τζάμπα και γιατί θέλουν να ασκούνται και γιατί θέλουν να γίνουν γνωστές, κάτι που το κατανοείς απολύτως. Με το «τζάμπα» όμως γίνονται όλα φθηνότερα. Μη συγχέουμε όμως το φθηνό με το λιτό. Το λιτό είναι ακριβό. Κοστίζει πάρα πολύ μια άδεια σκηνή, γιατί στην πραγματικότητα δεν είναι άδεια. Είναι επικίνδυνη η εποχή μας. Γυρνάμε στη δεκαετία του ’50 όπου ο σκηνοθέτης έκανε τα πάντα μόνος του: μετέφραζε το έργο, διάλεγε τις μουσικές, άναβε τα φώτα. Από την άλλη, έχουμε και τα ΜΜΕ που καλλιεργούν τη νοοτροπία τού τζάμπα. Ο θεατής όμως είναι συνεργός μιας παράστασης, δεν μπορεί να διεκδικεί το τζάμπα. Οι άλλοι πώς θα κάνουν τέχνη; Αν δεν πληρωθούν, πώς θα φάνε για να παίξουν καλά;

Θ.Ν.: Συµβαίνει µια παράσταση να αρέσει στον κόσµο, αλλά ο σκηνοθέτης της ή ένας ηθοποιός που παίζει σε αυτήν να µην είναι ευχαριστηµένος µε τον εαυτό του;

ΣΤ.Γ.: Ασφαλώς, για τον απλούστατο λόγο ότι τις απαιτήσεις για μια παράσταση δεν τις θέτει το κοινό, τις θέτουμε εμείς. Αν αυτό που κάνουμε είναι για να αρέσει στον κόσμο, θα τελείωνε πολύ γρήγορα η ζωή μας. Οπως θα τελείωναν πολύ γρήγορα η ανάγκη μας και ο ενθουσιασμός μας να διαχειριστούμε κάτι που μόνο εμείς γνωρίζουμε. Δεν μπορούμε να κάνουμε χάρες στο κοινό, γιατί το κοινό ευχαριστιέται αρκετά εύκολα. Υποτίθεται ότι κάτι που έχουμε συλλάβει, χωρίς να το γνωρίζουμε ακριβώς, θέλουμε να το μεταδώσουμε στους άλλους. Αρα είμαστε εμείς που κατευθύνουμε τα πράγματα. Με λίγα λόγια, το θέμα είναι να πάμε τους άλλους, όσο είναι δυνατόν, εκεί όπου θα ήθελε να τους οδηγήσει κάθε φορά ο συγγραφέας του έργου που παίζουμε. Αν επαναπαυθούμε στο χειροκρότημα, τελειώσαμε.

Β.Θ.: Δεν είμαι τόσο σίγουρος ότι κάπου θέλω να πάω τους άλλους. Αυτό είναι ένα επόμενο στάδιο, αφού έχει συντελεστεί η επικοινωνία με τον κόσμο. Ενα έργο όμως το διαλέγεις γιατί είναι δική σου ανάγκη. Δεν ξεκινάς για να αρέσεις στον κόσμο. Θέλεις να αρέσεις, βέβαια, διότι έχεις ένα θέατρο, εργαζομένους, ταμείο. Αλλά όταν διαλέγεις ένα έργο δεν είναι το ταμείο η προτεραιότητά σου. Ωστόσο αυτό που μου προκαλεί πάντα μεγάλη αγωνία, με άλλον τρόπο όταν ήμουν ηθοποιός και με άλλον τρόπο τώρα που είμαι σκηνοθέτης, είναι το πώς μπορεί να νιώθω όταν κάτι που έχω κάνει αρέσει στους άλλους, ενώ εγώ ο ίδιος έχω μετακινηθεί. Για πάρα πολλούς λόγους, τελείως φυσικούς άλλωστε, όπως το να έχω τσακωθεί με ένα αγαπημένο μου πρόσωπο ή να νιώθω κουρασμένος και να μην μπορώ να πω «τώρα θα αυτοσυγκεντρωθώ». Το θέατρο είναι κάτι πάρα πολύ ζωντανό –μη διαβάζουμε τη λέξη ζωντανό σαν κάτι που σημαίνει παραμύθι -, δεν είναι κασέτα. Αυτή άλλωστε είναι και η γοητεία του. Ο ρόλος είναι κάτι που φτιάχνεται πάντα σε σχέση με τον ίδιο τον ηθοποιό. Δεν είναι μεταμφίεση ο ρόλος ούτε χάνεται ο ηθοποιός μέσα του. Εξάλλου, θα ήταν πολύ επικίνδυνο να χαθεί μέσα σε αυτόν. Αν το έλεγε το έργο, θα έβγαζε ένα μαχαίρι και θα σκότωνε τον άλλον.

ΣΤ.Γ.: Φυσικά δεν θα φτάσεις να σκοτώσεις τον άλλον, αλλά –για να χρησιμοποιήσω μία άλλη λέξη σε σχέση με το «χάνεσαι» –είναι πολύ ωραίο να σε παρασύρει ο ρόλος. Σε όλα τα πράγματα άλλωστε χρειάζεται να δίνει κανείς ένα δικό του νόημα. Αλλιώς έχεις έναν άνθρωπο πάνω στη σκηνή που υποκρίνεται ότι τον ενδιαφέρει κάτι, ενώ δεν τον ενδιαφέρει πραγματικά. Οταν μιλάς για έναν πατέρα πάνω στη σκηνή, ενώ εσύ δεν έχεις καμία σχέση με τον πατέρα σου, χρειάζεται να το μεταφράσεις σε κάτι που να έχει προσωπικό νόημα για σένα. Μπορείς να παρασυρθείς μόνον όταν τα πράγματα πάρουν ένα προσωπικό νόημα, αλλά και αυτό δεν παύει να είναι ένα πρώτο σκαλοπάτι. Μόνον τότε αυτός που σε παρακολουθεί ανακαλύπτει κάτι και ο ίδιος. Ακούμε συχνά στην τηλεόραση αφηγήσεις ανθρώπων που έχουν υποστεί τρομερές ταλαιπωρίες και μένουμε κυριολεκτικά κάγκελο. Και ακούμε τις ίδιες ταλαιπωρίες ως αφήγηση από έναν ηθοποιό και δεν μας συμβαίνει τίποτε, γιατί ξέρουμε ότι βλέπουμε θέατρο. Γιατί στη μία περίπτωση ο ένας εμπλέκεται προσωπικά, ενώ στη δεύτερη ο ηθοποιός δεν εμπλέκεται καθόλου.

Β.Θ.: Ο ηθοποιός κουβαλάει πάντα την προσωπικότητά του, δεν εξαφανίζεται ποτέ μέσα σε έναν ρόλο. Είναι μια πάρα πολύ επιστημονική δουλειά αυτή του ηθοποιού, του μυαλού κυρίως. Ποιοι ηθοποιοί μάς αρέσουν μέσα στην πορεία του χρόνου; Οι ηθοποιοί που έχουν έντονη προσωπικότητα. Μια σπουδαία ηθοποιός, η Γκλεν Κλόουζ, έχει πει μια πολύ ωραία κουβέντα για το πώς δουλεύει έναν ρόλο: «Ξετυλίγω το νήμα του εαυτού μου για να βρω ένα σημείο όπου θα συναντηθώ με τον ρόλο. Και τότε το ξανατυλίγω. Ετσι φτιάχνεται ο ρόλος».

Ο θεατής είναι συνεργός μιας παράστασης, δεν μπορεί να διεκδικεί το τζάμπα. Οι άλλοι πώς θα κάνουν τέχνη; Αν δεν πληρωθούν, πώςθα φάνε για να παίξουν καλά;

Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος

Υπάρχει μια φράση που μου έχει καρφωθεί στο μυαλό, χωρίς ωστόσο να μπορώ να πω ότι έχει καθορίσει απολύτως τη ζωή μου· η φράση «χρειάζεται λιγότερες λιτανείεςγια να βρέξει»

Στεφανία Γουλιώτη