Αυτό το βιβλίο του Τάσου Γιαννίτση δεν αποτελεί απλώς ακόμη ένα βιβλίο για την ελληνική κρίση. Τρία χρόνια μετά το ξέσπασμά της, έχουμε ένα βιβλίο το οποίο αν και φαίνεται να εξετάζει την κρίση από οικονομικής πλευράς, στην ουσία είναι ένα πολιτικό έργο. Ενώ υπήρξαν σημαντικά βιβλία που εξέταζαν την κρίση από τη μια ή από την άλλη πλευρά της επιστημονικής σκέψης, αυτό χρησιμοποιεί άψογα την επιστήμη για να κάνει πολιτική. Γιατί, τελικά, όπως προτείνει ο Τάσος Γιαννίτσης, πολιτική είναι να κάνεις το ανέφικτο εφικτό. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει όταν η πολιτική περιφρονεί τη γνώση και την επιστήμη.

Αυτό που ξεφούσκωσε μετά το 2009 είναι η φούσκα των κυρίαρχων μύθων και των στερεοτύπων της μεταπολίτευσης. Μύθοι που ήθελαν μια χώρα να αδιαφορεί για τη βιωσιμότητά της και να επικεντρώνεται στη «στηριγμένη στα δάνεια ευημερία». Αυτό που συμπεραίνουμε από την ανάλυση και τα πολλαπλά στοιχεία που παραθέτει ο συγγραφέας για τις αιτίες της κρίσης είναι πως οι πολίτες αυτού του τόπου είναι θύματα και εν μέρει θύτες ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής που μισεί τον μακροχρόνιο σχεδιασμό.

Ο Γιαννίτσης περιγράφει την κατάρρευση του συστήματος της εύκολης αναδιανομής, όπως αυτό κυριάρχησε στο μεταπολιτευτικό αναπτυξιακό μοντέλο. Μια κατάρρευση που δεν ήρθε φυσιολογικά λόγω του κορεσμού του αλλά λόγω του αδειάσματός του. Ενα άδειασμα που ήταν συνέπεια πολλών –φαινομενικά μόνο άσχετων μεταξύ τους –στοιχείων όπως η απουσία στέρεης παραγωγικής βάσης, η διαφθορά, οι υπόγειες μη θεσμικές συναλλαγές, το πελατειακό σύστημα, ο κρατισμός, αλλά και φαινόμενα όπως η απουσία ορθολογισμού στην πολιτική και στην οικονομία, μιας θεμελιώδους πολιτικής ηθικής και έγνοιας για το συλλογικό συμφέρον. Ολοι οι παράγοντες αυτής της κοινωνίας έδειχναν αποφασισμένοι να συνεχίσουν εκείνο τον τρελό μεσαιωνικό χορό, όπου οι χορευτές συνέχιζαν να χορεύουν μέχρι λιποθυμίας ή ακόμη και θανάτου τους, τον χορό του Αγίου Βίτου.

Ο Γιαννίτσης με γλαφυρότητα αναφέρεται στην πεντάλφα της κατάρρευσης: αδράνεια, αμορφωσιά, ανορθολογισμός, απληστία και αρνητισμός. Στοιχεία που εντοπίζει τις πηγές τους σε ενδογενείς και όχι σε εξωγενείς παράγοντες. Παρότι καθόλου δεν υποτιμά την κακή αρχιτεκτονική του κοινού νομίσματος, ενώ επίσης δεν φείδεται κριτικής και προς την τραγελαφική (δικός μου ο χαρακτηρισμός) τρόικα, επικεντρώνει την κύρια κριτική του στις δικές μας αδυναμίες.

Ο συγγραφέας απαντά στον ανορθολογισµό του «ορθολογισµού» των αγορών, σύμφωνα µε τον οποίο για τα ελλείμματα και την ανεργία φταίει µόνο ο υπερδιογκωμένος δημόσιος τομέας. Το κύριο μειονέκτημα αυτού του τομέα ήταν πως χρησιμοποιήθηκε ως μέσο για την άσκηση μιας κοινωνικής πολιτικής που ενσωμάτωνε την ανισότητα. Ενας δημόσιος τομέας που αύξανε αντί να μειώνει τις ανισότητες.

Για αυτόν, η Ελλάδα πάσχει κυρίως από το χάσμα μεταξύ εσόδων και δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ και όχι αποκλειστικά από τις υπερβολικές δαπάνες της. Ο ανορθολογισμός των δαπανών και όχι το ύψος τους είναι η αιτία του κακού. Ο Γιαννίτσης επισημαίνει επίσης τις τεράστιες ανισότητες που γεννά το φορολογικό µας σύστημα και προτείνει τέσσερις άξονες μιας νέας πολιτικής αντίληψης.

Την ίδια στιγμή που δεν αφήνει στο απυρόβλητο τις ευθύνες ούτε του δημόσιου τομέα ούτε της αγοράς, κρατάει αποστάσεις τόσο από το νεοφιλελεύθερο πρότυπο όσο και από τον κεϊνσιανισμό, ως ακατάλληλων φαρμάκων.

Ο Γιαννίτσης δεν απαξιώνει τη μεταπολίτευση, αλλά την αξιολογεί με ένα πνεύμα μετριοπάθειας, που του το επιβάλλει το επιστημονικό ήθος σε συνδυασμό με το ευγενές και ορθολογικό πάθος του ανθρώπου που κάποτε (το 2001 με το Ασφαλιστικό) επιχείρησε να συγκρουστεί με την πεντάλφα της κατάρρευσης. Σήμερα πλέον καταθέτει προτάσεις –προσωπικά θα τις περίμενα να είναι πιο συγκεκριμένες –για την εφαρμογή μιας «οικονομικής πολιτικής της κοινής λογικής». Προτάσεις που σε συνδυασμό με τις αναγκαίες αλλαγές στη διακυβέρνηση της ευρωζώνης θα συμβάλουν στην αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας.