Ο Τζον Τσίβερ δεν έγραψε μόνο σύντομα πεζά· πρόλαβε επίσης να ολοκληρώσει πέντε μυθιστορήματα και να κερδίσει για αυτά τα σημαντικότερα λογοτεχνικά βραβεία των ΗΠΑ. Ωστόσο, σήμερα υμνείται κυρίως για τα διηγήματά του που αφορούν τους ανθρώπους του Σέιντι Χιλ και που δεν θυμίζουν ούτε τους χρονικογράφους Φίλιπ Ροθ, Τζον Απντάικ ούτε τους ρηξικέλευθους διηγηματογράφους Τζερόμ Ντέιβιντ Σάλιντζερ, Ρέιμοντ Κάρβερ. Ολα τα διηγήματα του Τσίβερ –τουλάχιστον τα εξήντα ένα που τυπώθηκαν όσο ζούσε –δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό «Τσέχοφ των προαστίων», καθώς είναι αινιγματικά, αποπνέουν λεπτότητα, αφήνουν εκκρεμότητες, έχουν ανοιχτό τέλος και στοχεύουν σε μια τελευταία ελεγειακή παράγραφο. Ο Τσίβερ ήταν βεβαίως ηθογράφος. Αναφερόταν σε οικογενειακές καταβολές, σε γυναίκες που θεωρούνταν ανήθικες, σε επαγγελματικές ειδικότητες. Περιέγραφε τελετουργίες του αστικού σαλονιού, κανόνες εθιμοτυπίας, δραστηριότητες του Σαββατοκύριακου, τακτοποιημένα σπίτια και περιποιημένους κήπους. Η ηθογραφία δεν είναι όμως θανάσιμο αμάρτημα –ειδικά όταν δεν είναι βαρετή. Και οι επικριτές της ξεχνούν πάντοτε μια λεπτομέρεια: πώς θα καλυπτόταν το κενό, αν ένα πρωί έπαυαν να παράγονται στη Γη έργα ηθογραφίας; Με δημοσιογραφικά πασαλείμματα, με ξερές στατιστικές, με κραυγαλέα διαγγέλματα πολιτευτών ή με πανάσχημα διαδικτυακά ημερολόγια;