Με αυτό το δύσκολο –όπως και ο ίδιος αναγνωρίζει –εγχείρημα αναμετρήθηκε με επιτυχία ο Βασίλης Κρεμμυδάς, οργανώνοντας με τέτοιο τρόπο την επιλογή της ύλης ώστε να κατορθώσει να προσεγγίσει έναν διπλό στόχο: «ένα επιστημονικό βιβλίο που να μπορούν να το διαβάσουν πολλοί» και ταυτόχρονα ένα κριτικό δοκίμιο το οποίο αναδεικνύει την ερμηνευτική προσέγγιση ενός ιστορικού, ο οποίος στην πολύχρονη επιστημονική διαδρομή του έχει ενσκήψει ερευνητικά σε πολλά και κρίσιμα ζητήματα της νεοελληνικής Ιστορίας.

Αυτή η διπλή οπτική διατρέχει το σύνολο του βιβλίου και αποτυπώνεται με σαφήνεια στους σχολιασμούς που αφορούν τη γνωστή φράση του Κωλέττη για τη «Μεγάλη Ιδέα». Ζήτημα στο οποίο ο Κρεμμυδάς έχει άλλωστε αφιερώσει ειδική μονογραφία, με τον χαρακτηριστικό υπότιτλο «Μεταμορφώσεις ενός εθνικού ιδεολογήματος». Εδώ η ερμηνευτική ματιά του ιστορικού υπερισχύει πλήρως, διακρίνοντας δύο σαφώς διαφορετικές εκδοχές της «Μεγάλης Ιδέας». Σύμφωνα με τον Κρεμμυδά, ο Κωλέττης, ο οποίος και ως πρωθυπουργός δεν είχε καμία σχέση με «αλυτρωτισμούς και παρόμοια», μιλώντας το 1844 στην Εθνοσυνέλευση προσδιόρισε ως «Μεγάλη Ιδέα» την οικονομική και πολιτισμική ανάπτυξη της χώρας. Και συμπληρώνει πως παραμένει ιστοριογραφικό μυστήριο «γιατί ο πολιτικός αυτός συγκέντρωσε στο πρόσωπό του τόσες λοιδορίες, (…) λιβέλους (…) και ύβρεις» χωρίς ιστορική τεκμηρίωση (σελ. 70).

Η δεύτερη εκδοχή της «Μεγάλης Ιδέας», η αλυτρωτική, είναι κατά πολύ μεταγενέστερη και διαμορφώνεται σταδιακά από τα μέσα της δεκαετίας του 1850, ενώ κορυφώνεται με τον επίσημο εορτασμό (το 1871) των 50 χρόνων από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Οι ιδεολογικές ανατροπές εκείνης της περιόδου, με τη γενίκευση του αντισλαβισμού και τη διατύπωση του παραρρηγοπούλειου αφηγήματος, διαμόρφωσαν την κυρίαρχη έκτοτε εκδοχή για την Ελληνική Επανάσταση –τον πιο ανθεκτικό ιστορικό μύθο, σύμφωνα με τον Κρεμμυδά. Στα ζητήματα αυτά είναι γνωστές οι συχνές και αιχμηρές δημόσιες παρεμβάσεις του, οι οποίες συνοψίζονται γλαφυρά σε ένα μικρό απόσπασμα του βιβλίου, το οποίο αναφέρεται στους τέσσερις ανδριάντες που κοσμούν τα Προπύλαια του Πανεπιστημίου.

«Αυτοί οι τέσσερις ανδριάντες, που τους βλέπουμε και σήμερα, είναι εκεί ως οι πρωταγωνιστές της ανάστασης και απελευθέρωσης του έθνους. Ομως, συμβαίνει κανένας από τους πρωταγωνιστές αυτούς να μη βρισκόταν στον χώρο διεξαγωγής της Επανάστασης. Επιπλέον, ένας (Γρηγόριος Ε’) ήταν ο κατεξοχήν εχθρός της Επανάστασης, ένας δεύτερος (Ιωάννης Καποδίστριας) είχε σοβαρές επιφυλάξεις και ένας τρίτος (Αδαμάντιος Κοραής) πίστευε ότι η Επανάσταση έγινε πριν την ώρα της. Οσο για τον τέταρτο (Ρήγας), που είχε πεθάνει σχεδόν 25 χρόνια πριν, το επαναστατικό του κήρυγμα δεν ήταν ένα εθνικό επαναστατικό κήρυγμα, αυτό που κατηύθυνε την Επανάσταση. (…) Η ιστορική καρικατούρα των Προπυλαίων είναι δείγμα ενός φαινομένου του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα όπου κατασκευάστηκαν διάφοροι ιστορικοί μύθοι, με πιο γνωστούς αυτούς για το Κρυφό Σχολειό και το λάβαρο της Αγίας Λαύρας, που παραποιούν την ιστορική αλήθεια και ανάγονται στο κεφάλαιο περί ιδεολογικών χρήσεων της Ιστορίας» (σελ. 74-75).

Το δεύτερο σημείο στο οποίο θα αναφερθώ αφορά την αξιολόγηση της βασιλείας του Γεωργίου Α’ και κυρίως τον τίτλο του αντίστοιχου κεφαλαίου, «Ο φαύλος βασιλιάς». Πιστεύω ότι επιλέγοντας τον τίτλο αυτόν ο Κρεμμυδάς ήθελε κυρίως να τονίσει τον συνολικά αρνητικό ρόλο που διαδραμάτισε στην ελληνική πολιτική η δυναστεία των Γλύξμπουργκ και λιγότερο να αποτιμήσει την πενηντάχρονη βασιλεία του Γεωργίου Α’, η οποία αποδείχθηκε ιδιαίτερα ευέλικτη και προσαρμοστική: απολύτως φαύλη κατά την πρώτη δεκαετία, υιοθέτησε χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση και μάλλον πρώιμα, σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό περίγυρο, την κοινοβουλευτική μορφή του πολιτεύματος με την αρχή της δεδηλωμένης το 1875, μετρίως παρεμβατική όσο λειτουργούσε ο πρώτος δικομματισμός, σαφώς πιο παρεμβατική –με έντονη τη μοναρχική σφραγίδα –μετά το 1897, αλλά ταυτόχρονα έτοιμη να συμβιβαστεί μόλις διαπίστωσε τον κίνδυνο που διέτρεχε ο Θρόνος από μια σύγκρουση με την κίνηση της κοινωνίας, την οποία εξέφραζε ο Ελ. Βενιζέλος.

Μια σύγκριση του Γεωργίου Α’ με όλους τους επόμενους Γλύξμπουργκ είναι άλλωστε απολύτως διδακτική. Η αρνητική αποτίμηση του Γεωργίου Α’ αντανακλά επομένως περισσότερο τη σταθερή επιθυμία του Κρεμμυδά να αναδείξει αυτά που θεωρεί ως τα τρία κύρια διαχρονικά βαρίδια της νεότερης ελληνικής πολιτικής Ιστορίας: τη μοναρχία, την επίσημη Εκκλησία και το ρεύμα του εθνικολαϊκισμού, όπως αυτός εκφράστηκε για πρώτη φορά οργανωμένα με την Εθνική Εταιρεία, όπου μεταξύ πολλών άλλων έκανε τα πρώτα του βήματα και ένας νεαρός ανθυπολοχαγός, ο Ιωάννης Μεταξάς. Οφείλεται όμως ταυτόχρονα και στην επιθυμία του Κρεμμυδά να αναδείξει την προσωπικότητα και το έργο του Χαρ. Τρικούπη –σε έμμεση και ορισμένες φορές άμεση αντίστιξη με τον Γεώργιο Α’. Αλλωστε, ο Χαρ. Τρικούπης, ο πατέρας του, ο ιστορικός και πολιτικός Σπ. Τρικούπης (σε αντιπαράθεση, μάλιστα, με τον Παπαρρηγόπουλο), και τέλος ο Ελ. Βενιζέλος είναι τα τρία κατεξοχήν θετικά πρόσωπα στο παρόν αφήγημα.