Ταξίδευε τριάντα χρόνια είτε ως προσκυνητής είτε ως επισκέπτης είτε ως ερευνητής και παρευρέθηκε σε περισσότερα από διακόσια πανηγύρια. Γνώρισε εκατοντάδες μουσικούς, βιολάτορες, λυράρηδες, τσαμπουνιέρηδες στων οποίων τη μουσική αφέθηκε συνεπαρμένος. Συνάντησε πολλούς, σημαντικούς για τον τόπο τους κληρικούς, δεκάδες μαγείρους, κατέγραψε τις μαρτυρίες και εμπειρίες αμέτρητων ηλικιωμένων και κουβέντιασε με νέους, απλούς ανθρώπους, των οποίων κατατέθηκαν οι σκέψεις και οι προβληματισμοί για το μέλλον του τόπου τους αλλά και του πολιτισμού του.

Τα πανηγύρια έχουν τον μαγικό τρόπο, είτε γίνονται στις αυλές κάποιων εκκλησιών είτε στα σοκάκια των οικισμών, να συμπυκνώνουν την παράδοση του κάθε τόπου.

Τα περισσότερα μικρά ξωκκλήσια και τα μοναστήρια των νησιών, που είναι μοναχικά και σιωπηλά όλο τον χρόνο, ζωντανεύουν την ημέρα της γιορτής του αγίου στον οποίο είναι αφιερωμένα. Μοιάζουν με ολόλευκες πηγές ελπίδας και όπως καλύτερα περιγράφει ο ποιητής του Αιγαίου Οδυσσέας Ελύτης: «Στις Κυκλάδες οι μικρές εκκλησιές αφθονούν και λάμπουν όπως τα βότσαλα. Αλλού πουθενά χριστιανοί δεν φάνηκαν ποτέ τόσο ειδωλολάτρες. Και είναι με το μέρος τους και ο Θεός».

Περιδιαβάζοντας αυτούς τους χώρους κατάνυξης αλλά και περπατώντας στα καλντερίμια των οικισμών ή και χορεύοντας ακόμα κάποιες φορές παρασυρμένος από την ενέργεια των χορευτών και της μουσικής, ο συγγραφέας κατέγραφε διαρκώς. Οχι μόνο το τελετουργικό του κάθε πανηγυριού, αλλά και το συναίσθημα, την ψυχική και σωματική ελευθερία που μπορεί να νιώσει κάποιος «ξένος» ακολουθώντας την άσκηση των βημάτων, ζώντας από κοντά τους χορευτικούς αυτοσχεδιασμούς αλλά και το συναίσθημα αφομοίωσης, έστω και πρόσκαιρης, από την τοπική κοινωνία.

Τα πανηγύρια στα νησιά του Αιγαίου είναι για τους μόνιμους κατοίκους η κατεξοχήν κοινωνική εκδήλωση χαράς και διασκέδασης. Είτε αυτό συμβαίνει από βαθιά θρησκευτική πίστη είτε από σχολαστική θρησκοληψία είτε από συνεχή διατήρηση των λατρευτικών τύπων, οι νησιώτες μέσα σε μια θρησκευτική γιορτή διατρανώνουν την πίστη, την κοινωνική τους συνοχή αλλά και την πολιτική τους ταυτότητα. Αυτό καταγράφεται από τον συγγραφέα με λεπτομερή στοιχεία και συχνά γλαφυρή περιγραφή, ώστε να δώσει στον αναγνώστη σαφή εικόνα της θρησκευτικής εκδήλωσης, η οποία απογειώνεται με πανηγυρικό τρόπο.

Προκειμένου μάλιστα να δώσει ακόμα πιο οικεία αίσθηση στον αναγνώστη, «επιστρατεύει» αυτούσιες κουβέντες – συνεντεύξεις, όπως αυτή με τον κληρικό από ένα νησί των Κυκλάδων στο οποίο ζουν αρμονικά κοινότητες ορθόδοξων και καθολικών χριστιανών. Του είχε πει: «Παιδί μου, εγώ δεν ξέρω και πολλά γράμματα όπως εσείς. Μόνο πίστη στον Θεό έχω και αγάπη για το ποίμνιό μου. Αυτό πάντως που γνωρίζω είναι ότι στα εκκλησάκια του Αιγαίου εμείς οι ορθόδοξοι την πίστη μας την εκδηλώνουμε σε ταπεινούς ναούς, τη θεία Χάρη Του τη νιώθουμε από την εγγύτητα και όχι από το δέος των εντυπωσιακών καθεδρικών ναών. Η Παναγιά είναι πλάι μας, ζει σιμά μας την καθημερινότητα, όπως και η μάνα μας, δεν τη φοβόμαστε και συνέχεια προστρέχουμε σε αυτήν με το «Παναγιά μου, βοήθα Παναγιά, αλλά και όταν καμιά φορά πέφτει και καμιά Χριστοπαναγία…, δεν λέω, βλαστήμια είναι, αλλά, βρε παιδί μου, δείχνει μια τέτοια οικειότητα!».

Στο πρώτο μέρος της έκδοσης αποτυπώνονται με αναλυτικό τρόπο τα επιμέρους στοιχεία των πανηγυριών, όπως είναι η γεωγραφία της κάθε περιοχής, η τοποθεσία, ο χώρος της οργάνωσης του πανηγυριού καθώς και όλη η διαδικασία μετάβασης προς αυτόν. Επίσης η αρχιτεκτονική των εκκλησιών και των μοναστηριών, η προετοιμασία των τοπικών φαγητών, η μουσική, τα όργανα και οι οργανοπαίχτες, οι τοπικοί χοροί και τα τραγούδια καθώς και οι αντίστοιχοι κώδικες και συμβολισμοί στη διάρκεια του πανηγυριού. Τα στοιχεία αυτά βασίστηκαν κυρίως σε δύο πηγές.

Μεγαλύτερο βάρος έδωσε ο συγγραφέας στα βιώματα που αποκόμισε από τη συμμετοχή του σε αυτές τις εκδηλώσεις και τις οποίες κατέγραψε φωτογραφικά αλλά και με ηλεκτρονικά μέσα, ενώ η δεύτερη πηγή του ήταν η σημαντική βιβλιογραφία στην οποία κατέφυγε προκειμένου να αξιοποιήσει σκόρπιες και διάσπαρτες πληροφορίες.

Στο δεύτερο μέρος της έκδοσης γίνεται η περιγραφή τριάντα πανηγυριών με τη μορφή ταξιδιωτικού οδηγού, καθώς παρέχονται πληροφορίες για τον τόπο και τις ιδιαιτερότητες κάθε νησιού αλλά και λεπτομέρειες για το κάθε πανηγύρι ξεχωριστά. Μάλιστα, δεν γίνεται αναφορά μόνο στο πανηγύρι που εκπροσωπεί «επίσημα» το κάθε νησί, αλλά και σε άλλες παρόμοιες εκδηλώσεις του κάθε τόπου, οι πληροφορίες για τις οποίες προέκυψαν μέσω συνεντεύξεων ή αξιοποιώντας τη σχετική βιβλιογραφία.

Στα πανηγύρια από την Σαμοθράκη ώς τα Αντικύθηρα και από τη Φολέγανδρο ώς τη Σύμη, οι ατελείωτες ώρες εθελοντικής εργασίας για την προετοιμασία του φαγητού, η ομαδική δουλειά χωρίς υλική ανταμοιβή, το γενναιόδωρο δόσιμο χωρίς μέτρο και υστεροβουλία, το κλίμα αλληλεγγύης και αδελφοσύνης, οι απελευθερωτικές δυνάμεις του χορού και του τραγουδιού γεννούν αυτό το μοναδικό αίσθημα ότι ανήκεις εκεί, στον τόπο σου, στον εαυτό σου.

Μπορεί τα πανηγύρια κάθε νησιού να είναι πάρα πολλά, όσοι και οι άγιοι του χριστιανικού εορτολογίου, και να μην έχουν πια τη σημασία και τη σπουδαιότητα του παρελθόντος, όμως είναι ακόμα άρρηκτα συνδεδεμένα με την παράδοση, τον τόπο, το θρησκευτικό συναίσθημα και μια άλλη αντίληψη κοινωνικής ζωής. Και όπως κλείνει ο συγγραφέας: «Στην υποκρισία των σύγχρονων κοινωνικών συναναστροφών και στη φυγή των εικονικών ταξιδιών, τα πανηγύρια έρχονται να μας υπενθυμίσουν ότι υπάρχει και η ζωή. Η ζωή με τους άλλους!».