Αγαπητή Ρία που βγαίνει από το Εφορία,

Με λένε Σία που βγαίνει από το Αφασία. Οταν ήμουνα μικρή, με λέγανε Σία που έβγαινε από το Ορτανσία. Μετά το Καστελλόριζο, με λέγαν Σία που βγαίνει από το Απελπισία.

Και τώρα που τα έχω δει όλα;

Τώρα με λένε Σία που βγαίνει από το Αφασία.

Εκλεισα τα 46 και πάω στα 92. Εμείς οικογενειακώς μέναμε στη Νίκαια. Τώρα μετακομίσαμε: από τη Νίκαια στο Νοίκι. Τον χειμώνα στο Νοίκι, το καλοκαίρι στα μαγευτικά Τσακίδια. Εκεί που μας έστειλες εσύ, αγαπητή Ρία.

Είμαι παντρεμένη κι έχω τρία παιδιά: Οχι που είναι δικά μου και θέλω να περιαυτολογήσω –αλλά μου βγήκαν χάλια. Το ένα χειρότερο από το άλλο. Η μεγάλη όλη μέρα με ένα τσιμπιδάκι βγάζει τα φρύδια της, ο δεύτερος κολλάει τα βιογραφικά του στα παρμπρίζ στα φανάρια, ο τρίτος έχει διπολική προσωπικότητα και άσε, δεν θέλεις να ξέρεις.

Ο άνδρας μου δούλευε σε μια εταιρεία που πτώχευσε. Εγώ δούλευα σε μια βιομηχανία που πτώχευσε. Η κόρη μου σε ένα κατάστημα που πτώχευσε. Ο δεύτερος σε ένα περίπτερο που πτώχευσε. Ο διπολικός άσε, δεν θέλεις να ξέρεις.

Οπότε: Ο άνδρας μου άνεργος. Εγώ άνεργη. Η φρυδού άνεργη, ο περιπτεράς άνεργος, ο διπολικός άσε, δεν θέλεις να ξέρεις.

Αγαπητή Ρία που βγαίνει από το Εφορία,

Διαβάζω εδώ τα νέα φορολογικά μέτρα και κάνει μπαμ, εμάς φωτογραφίζεις. Ναι, εμείς είμαστε αυτοί που έχεις βάλει στο μάτι. Ναι, εμείς είμαστε αυτοί που ζούμε μες στη χλιδή και την πολυτέλεια. Ναι, εμείς είμαστε αυτοί που αποτελούμε πρόκληση για τον άστεγο συνάνθρωπό μας.

Και του ‘λεγα του άνδρα μου «τι το θες το Ζάσταβα, για να μας πιάσει στο στόμα της η γειτονιά;». Αφού –όταν πήγαμε να καταθέσουμε τις πινακίδες –μαζεύτηκαν από τις γύρω Εφορίες και μας θαύμαζαν. Πω ρε μια κουρσάρα, για το χιονοδρομικό, σου λέει, θα την έχουνε. Σκίζαμε την άσφαλτο, διότι και να θες, δεν κρατιέται ο Ζάσταβας, χαρά μου, μαρσάρει, φεύγει, σκίζει την Εθνική στα δυο.

Αγαπητή Ρία που βγαίνει από το Εφορία,

Με βάση τις νέες σου διατάξεις έχω να σου δηλώσω ότι το μονόπετρο που μου έδωσε η πεθερά μου στον γάμο μούφα ήτανε. Καλέ τι μπριγιάν, ούτε καν ζιργκόν, γυαλάκια του κερατά, στης Αγίας-Μαρίνας-βοήθειά-μας το πανηγύρι καλύτερα βρίσκεις. Επίσης, Ρία μου, από πανάκριβα κοσμήματα έχω κι ένα κολιέ από κοχυλάκια, το πήραμε από τη Σέριφο πριν βαρεθούμε το νησί και πάμε για παραθερισμό στα μαγευτικά Τσακίδια.

Από άλλα τεκμήρια πολυτελούς διαβίωσης έχω έναν πίνακα αμύθητου. Τον πήρα πριν από 20 χρόνια από ένα κορνιζάδικο στην Ιπποκράτους. Είναι ο Γέρος με το Τσιμπούκι κι απεικονίζει έναν Γέρο με ένα Τσιμπούκι. Σπανιότατο κομμάτι, φωτογραφικός ρεαλισμός. Τώρα έχει εκτοξευτεί η αξία του, διότι ο Γέρος πέθανε και το Τσιμπούκι δεν θέλεις να ξέρεις τι απέγινε.

Είχα σκεφτεί να τον κληρονομήσουν τα τρία παιδιά μου. Να πάρει η φρυδού τον Γέρο, ο περιπτεράς το Τσιμπούκι κι ο διπολικός το φόντο.

Από άλλα τεκμήρια πολυτελούς διαβίωσης έχω μια ωραιότατη σειρά βετέξ σε όλα τα χρώματα! Ενα ουράνιο τόξο στην πλαστικούρα του θα το φανταστείς εσύ αυτό τώρα! Ενα όνειρο, μια μαγεία. Να σου τα αφήσω επιτόπου στο γκισέ ή τα δηλώνω πρώτα στον ημιώροφο;

Αγαπητή Ρία που βγαίνει από το Εφορία,

Επειδή κι εσύ δεν ξέρεις την τύφλα σου τι ζητάς, μήπως θες και τα προσωπικά μου δεδομένα; Ελα τώρα, μην ντρέπεσαι, μεταξύ μας είμαστε. Να σ’ τα πω; Να σ’ τα ξεράσω όλα, μην είμαι πηγαινέλα; Λοιπόν, από πήδημα τίποτα. Οσο πηδήξαμε, πηδήξαμε. Τώρα μόνο μας πηδάνε. Αν μας αρέσει; Πολύ. Οσο και οι μπάμιες!

Τέλος, από είδη πολυτελείας έχουμε ένα αντικολλητικό τηγάνι, ένα πρίτι μπρα, ένα ζευγάρι σαγιονάρες με πλαστική μαργαρίτα, ένα WiFi κλεμμένο απ’ τον γείτονα, τρία κουτιά αγχολυτικών, μια νεύρωση στομάχου, μια κατάθλιψη, έναν καναπέ που βουλιάξαμε, μια μούντζα που δεν δώσαμε κι ένα χέρι έτοιμο να εκσφενδονιστεί σε σφαλιάρα. Και να πέσει επί δικαίων και αδίκων.

Αυτά έχω να δηλώσω, αγαπητή μου Ρία. Που βγαίνει από το Εφορία.

Είμαι η Σία που βγαίνει από το Αφασία και γράμματα γνωρίζω. Οχι πολλά: όσα χρειάζονται ίσα ίσα για να μείνω άνεργη.

Πού υπογράφω;