Για όσους μεγάλωσαν παρέα με μια «Μούσα καρβουναρού» και μια «θράκα πυρωμένη, σπιθίτσα φουντωμένη μ’ αναπνοές τρελού», η είδηση της φετινής παρουσίας, και σκηνοθετικά, του Διονύση Σαββόπουλου στην Επίδαυρο με το πιο ταιριαστό ίσως για τις ημέρες μας έργο του παππού Αριστοφάνη, τον «Πλούτο», είναι σχεδόν αναμενόμενη.

Οι «Αχαρνής» του, που μαζί με άλλα του κομμάτια κι αποσπάσματα έχουν σημαδέψει τη νεοελληνική κοινωνία ή έστω το κομμάτι της που θέλει να βαυκαλίζεται πως βλέπει ακόμη τον ήλιο να ανατέλλει κόκκινος και απ’ αριστερά, ήταν με έναν τρόπο η μούσα του. Από τον Αριστοφάνη άντλησε τις πολιτικές αιχμές του. Ναι, από αυτό το συντηρητικότατο κατά τα άλλα μέλος της αρχαίας αθηναϊκής αριστοκρατίας.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος καταπιάστηκε για πρώτη φορά με την τελευταία σωζόμενη κωμωδία του Αριστοφάνη, τον «Πλούτο», το καλοκαίρι του 1985, στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Λούκα Ρονκόνι, στην Επίδαυρο. Ως συνθέτης τότε, όπως και στους θρυλικούς «Αχαρνής» του Κάρολου Κουν. Αυτή τη φορά προσεγγίζει τον Πλούτο, την Πενία και τον Χρεμύλο του αριστοφανικού κειμένου με τέσσερις διαφορετικές ιδιότητες: του μεταφραστή, του ηθοποιού, του συνθέτη και για πρώτη φορά του σκηνοθέτη!

Δεν ξεκίνησε ως ερώτηση – απάντηση το κείμενο που ακολουθεί, στο οποίο ο Διονύσης Σαββόπουλος εξηγεί τη σχέση του δικού του αριστοφανικού οίστρου με το σήμερα, με την πολιτική, με τους Ελληνες (ή τους «Κωλοέλληνες»). Ξεκίνησε από την πρόθεσή του να παραδώσει στα «ΝΕΑ» ένα κείμενο με σκέψεις του πάνω στο θεατρικό –και λιγότερο μουσικό –εγχείρημά του. Πάνω στη συζήτηση, ζήτησε μερικές κατευθυντήριες γραμμές, κάποιες ερωτήσεις για να τον βοηθήσουν να γράψει. Και εκείνο που έγραψε τελικά ήταν κάτι σαν απαντήσεις στις κατευθυντήριες ερωτήσεις. Ενα πινγκ-πονγκ σκέψεων, το οποίο και παραδίδεται στον αναγνώστη αναλλοίωτο:

«Πλούτος» σε μια Ελλάδα σε κρίση; Τι μπορεί να λέει ο Αριστοφάνης… που γύρισε από τα θυμαράκια σε μια Ελλάδα σε ύφεση, όλο και φτωχότερη, όλο και πιο «δεμένη με σχοινιά»;

Ο Αριστοφάνης είναι μέγας γιατί παλεύει με τα αιώνια θέματα: τον πλούτο, την πενία, το μέτρο και το ξεχαρβάλωμά του. Η ειρωνική ματιά του αναποδογυρίζει τα πράγματα και δείχνει την παραφροσύνη και τη φαιδρότητά τους μέσα στο ευρύτερο ανθρώπινο δράμα. Στον «Πλούτο» σατιρίζονται ο νεοπλουτισμός και το λάιφσταϊλ που ζήσαμε τα προηγούμενα χρόνια. Σήμερα που όλα έχουν επιδεινωθεί, ιδίως τα οικονομικά, αυτό το έργο γίνεται ζωτικά επίκαιρο

Ο Αριστοφάνης σάρκασε τους πολιτικούς της εποχής του, τα λαμόγια, τους υπερφίαλους. Σήμερα τι θα σάρκαζε στην Ελλάδα;

Το ερώτημα είναι τι ΔΕΝ θα σάρκαζε, δεδομένου του εκφυλισμού και της παταγώδους κατάπτωσης μέσα μας και γύρω. Σήμερα ο Αριστοφάνης δεν θα ήξερε τι να πρωτογράψει, όχι τι να γράψει. Κι ό,τι περίσσευε θα το κρατούσε ως σημειώσεις –θα είχε υλικό πάλι, να γράφει και για τους επόμενους αιώνες.

Η πολιτική τότε και σήμερα είναι ίδια; Πώς τη χειριζόταν τότε η τέχνη και πώς σήμερα; Εσείς πώς θα τη χειριστείτε την πολιτική που περνάει μέσα από τον Αριστοφάνη;

Η πολιτική, ως διαχείριση της ισχύος, ελάχιστα διαφέρει. Τότε, βέβαια, ήταν πιο συναρπαστική –υπήρχαν μεγάλοι ηγέτες, μεγάλοι ρήτορες και μεγάλοι απατεώνες. Φαίνεται οι απατεώνες απεδείχθησαν διαχρονικότεροι. Την πολιτική που περνάει απ’ τον Αριστοφάνη εγώ τη διαχειρίζομαι, ελπίζω, με σεβασμό. Είμαι αρκετά πιστός στη μετάφραση που έκανα. Στον «Πλούτο» όμως, όπως και σε όλο τον Αριστοφάνη, γίνονται κάποιες αναφορές σε πρόσωπα και περιστατικά, όπου χρειάζεσαι εξειδικευμένο φιλόλογο για να σου εξηγήσει τι ακριβώς είχε γίνει τότε και τι ήθελε να πει ο ποιητής. Εκεί προσπάθησα να βρω πώς θα το λέγαμε σήμερα. Σε τι θα αναφερθούμε.

Πέρα από την πολιτική, πώς θα χειριστείτε τους Ελληνες μέσα από το πρίσμα του Αριστοφάνη; Είναι ακόμη «Κωλοέλληνες»;

Υπάρχει μεγαλείο στο γένος μας αλλά και μικρότητα. Περιέχουμε το θεϊκό στοιχείο αλλά και τη μιζέρια, την αρχοντιά αλλά και τη φτήνια. Η τέχνη πρέπει να τα λέει όλα, να αγγίζει και τις γκρίζες ζώνες. Μερικές φορές, κάνοντας διαστολή και με παρρησία, να δείχνει την πτώση, να συνειδητοποιήσουμε πού βρισκόμαστε ώστε να φτάσουμε στην έγερση. Είμαστε τύποι που κυνηγάμε συνεχώς την ευκαιρία οι Ελληνες. Είμαστε πολύ κινητικοί, γι’ αυτό μας χρειάζεται κάτι μεγάλο και σταθερό.

Γι’ αυτό οι αρχαίοι αναφέρονταν ακαταπαύστως στο ιερό στοιχείο, στη μεγάλη ποίηση και στη θυσιαστική στάση απέναντι στην πόλη. Ειλικρινά πιστεύω ότι η Ελλαδίτσα μας, αργά μεν και οδυνηρά, θα κατορθώσει αυτό που της αναλογεί και της αξίζει να είναι: μια μικρή χώρα, σημαντική στον πλανήτη, για την ομορφιά της, την πνευματικότητά της και τον ιδιαίτερο πλούτο της γης της. Παρ’ όλα μας τα φάλτσα, είμαστε η Ντίσνεϊλαντ του Θεού.

Πρωθυπουργόςγια μία ημέρα

Ο Αριστοφάνης είχε προτάσεις για την περίπτωση που θα γινόταν «για μία ημέρα πρωθυπουργός σ’ αυτή τη χώρα». Ο Διονύσης Σαββόπουλος έχει προτάσεις; «Ενα θα πω: Κάθε έλληνας πρωθυπουργός οφείλει να έχει ως απόλυτη προτεραιότητα τα υπουργεία Παιδείας και Πολιτισμού. Τα εθνικά και κρατικά θέατρα να τα αναθέτει στους λαμπρότερους. Να είναι μαικήνας των προσωπικοτήτων αυτού του χώρου, κυρίως των νέων. Δεν το είδαμε μέχρι τώρα».

Ο Αριστοφάνης τότε δεν μασούσε τα λόγια του. Σήμερα πιστεύετε ότι οι καλλιτέχνες τα μασούν; Νιώθετε ότι κάνουμε περισσότερο… σιωπή απ’ όση απαιτούν οι καιροί; Υπάρχει ένας σύγχρονος Αριστοφάνης να «τα λέει»;

Δεν μασούσε τα λόγια του, αλλά έκανε υψηλή τέχνη και όχι λαϊκισμό ή προπαγάνδα. Δεν είναι επικαιρικός αλλά αιώνιος, δηλαδή διαρκώς ισχύων, διότι αντλεί από ένα ψυχικό βάθος που είναι πέραν του χρόνου. Είναι η μεγάλη ποίηση που κάνει τις κωμωδίες του να είναι έργα τέχνης. Κι έπειτα, στο αν σιωπούν σήμερα οι καλλιτέχνες, οι περισσότεροι καλά κάνουν. Τόσον καιρό έλεγαν ανοησίες. Κολάκευαν το κοινό με μπουνταλοπροοδευτοσύνες, λαϊκίζανε και δήθεν σατιρίζανε – πάντα το ευκόλως χειροκροτούμενο – νομίζοντας ότι αριστοφανίζουν. Δεν υπάρχει σήμερα Αριστοφάνης, όχι. Ούτε Περικλής ούτε Σωκράτης.

Η μουσική σας στο αρχαίο δράμα έχει μείνει «μαρκέ». Γιατί πιστεύετε ότι συνέβη αυτό; Τι είναι εκείνο που κάνει μια μουσική για ένα έργο διαχρονικό μεν, πανάρχαιο δε, να μένει στο στόμα του Νεοέλληνα;

Συνταγή δεν υπάρχει. Δημιουργείς κάτι και αγαπιέται και ζει χρόνια. Ούτε στον εαυτό σου μπορείς να εξηγήσεις πώς έγινε. Αλλιώς θα γράφαμε όλοι κάθε μέρα αριστουργήματα.

Αλήθεια, σκηνοθετείται ο Αριστοφάνης; Ή είναι ήδη σκηνοθετημένος;

Και να μην τον σκηνοθετήσεις, πάλι κάτι πρέπει να κάνεις. Δεν γίνεται να τον ανεβάσεις μηχανιστικά. Οχι. Εχω θαυμάσει, στο παρελθόν, υπέροχα ανεβάσματα Αριστοφάνη, τόσο ωραία που λαχτάρισα να ανταποκριθώ, να το επιχειρήσω κι εγώ. Οπως όταν βλέπεις τους άλλους να κάνουν κάτι και να χαίρονται και θέλεις να το κάνεις κι εσύ. Να παίξεις κι εσύ. Αλλά είναι και θέμα επιλογής συνεργατών. Και πρέπει να ‘χεις και την εύνοια του Δία.