Οι δηλώσεις στελεχών της ΝΔ, στις οποίες υποστήριζαν πως η Ελλάδα καταστράφηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου, άναψαν φωτιά στις σχέσεις των δύο κομμάτων που αποτελούν την κυβέρνηση. Βεβαίως ο πολιτικός πολιτισμός δεν μας επιτρέπει να αμφισβητήσουμε το δικαίωμα των στελεχών της ΝΔ να υποβάλουν σε κριτική το έργο οποιουδήποτε, ούτε όμως απαγορεύει να τους ασκείται κριτική για τα λεγόμενά τους.

Οι κατήγοροι του Ανδρέα Παπανδρέου τον αντιμετωπίζουν, όπως και άλλα πολύ σοβαρά ζητήματα σε αυτόν τον τόπο, με τη λογική του άσπρου – μαύρου. Το ίδιο μερικές φορές κάνουν και κάποιοι υπερασπιστές του. Κατηγορίες και «υπερασπίσεις» προσωπικοτήτων τόσο μεγάλης πολιτικής εμβέλειας, όπως αναμφίβολα ήταν ο Α.Π., όταν κινούνται στο πλαίσιο του ασπρόμαυρου, αδικούν το έργο και το πολιτικό τους μέγεθος. Ο Α.Π., ο ίδιος μια πολύπλευρη προσωπικότητα, θα στενοχωριόνταν πάρα πολύ αν έβλεπε πως η Ιστορία αντιμετωπίζει το έργο του απλοϊκά και όχι ως βαθύτατα πολυσχιδές.

Το πρόβλημα δεν είναι απλώς ποιοι χαρακτήρισαν τον Α.Π. ως καταστροφέα της χώρας, ούτε για ποιους ιδιοτελείς λόγους το είπαν, ούτε ποια είναι η πολιτική τους καταγωγή, ούτε ακόμη το ότι δυσχεραίνουν τη λειτουργία της κυβέρνησης. Σήμερα που ακροδεξιοί και νεοναζιστές επιδιώκουν την απαξίωση της πολιτικής και της Δημοκρατίας, η απαξίωση του Α.Π. είναι ένα μεγάλο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Η ανάδειξη του πραγματικού του έργου είναι ζήτημα προάσπισης της δημοκρατίας.

Εδώ έχουμε να κάνουμε με την αμφισβήτηση δύο μείζονων επιτευγμάτων του Α.Π., τα οποία συνέβαλαν στην αναβάθμιση της ελληνικής μεταπολιτευτικής Δημοκρατίας. Το πρώτο μεγάλο επίτευγμα του Α.Π. ήταν το άνοιγμα του δημοκρατικού πολιτεύματος προς όλους τους πολίτες. Εργο που είχε ξεκινήσει με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή αλλά δεν ολοκληρώθηκε. Γιατί ο Κ. Καραμανλής ναι μεν εξασφάλισε την εφαρμογή των εξωτερικών όρων λειτουργίας (πολυκομματισμός, ελεύθερες εκλογές, ελεύθερη διακίνηση ιδεών) της Δημοκρατίας, αλλά δεν εξασφάλισε και τους εσωτερικούς όρους λειτουργίας της. Αυτοί αφορούν τον μη αποκλεισμό μερίδας των πολιτών, λόγω των κοινωνικών τους φρονημάτων, από τον δημόσιο χώρο.

Ο Α.Π. –και το ΠΑΣΟΚ –στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής του (κυρίως λόγω της αναγνώρισης της Αντίστασης και της ακύρωσης οποιωνδήποτε κυρώσεων που είχαν πολιτικό χαρακτήρα) κατόρθωσε, έστω και με στρεβλό τρόπο, να εντάξει το αποκλεισμένο τμήμα της κοινωνίας στους θεσμούς.

Ο τρόπος ήταν στρεβλός, γιατί αυτή η ένταξη έγινε με όρους πελατειακο-κρατικίστικους και όχι θεσμικής αξιοκρατίας. Ηταν όμως μια πρώτη προσπάθεια, όταν λέμε δημοκρατία να εννοούμε Δημοκρατία για όλους. Ηταν μια ατελής διαδικασία, γιατί δεν χρησιμοποίησε ως φορέα της ένα διαφορετικό μοντέλο παραγωγής, αλλά το κράτος. Ενα κράτος το οποίο αντί να λειτουργεί αναδιανεμητικά υπέρ των ασθενεστέρων μέσω μιας διευρυμένης φορολογικής βάσης στηριγμένης σε μια υγιή επιχειρηματική ανώτερη και μεσαία τάξη, αυτό, στην πραγματικότητα λειτουργούσε με τέτοιο τρόπο ώστε να ενισχύει την αδύναμη αστική μας τάξη, χαρίζοντάς της επιδόματα και παραγγελίες. Αυτό όμως ήταν, και είναι, έργο του συνολικού πολιτικού συστήματος και όχι αποκλειστικά του Α.Π. Ακόμη όμως και αυτή η στρεβλή ένταξη του συνόλου των πολιτών στους κρατικούς θεσμούς ήταν μια μεγάλη καινοτομία για την ασθενική μας Δημοκρατία.

Η δημιουργία των πρώτων θεσμών Κράτους Πρόνοιας (ΕΣΥ, κοινωνική ασφάλιση, δομές πρωτοβάθμιας πρόνοιας κ.λπ.) αποτελεί τη δεύτερη μεγάλη συνεισφορά του Α.Π. Και αυτή, με τη σειρά της, σκόνταψε στο στρεβλό μοντέλο ανάπτυξης. Το μείζον όμως ήταν ότι καμία ελληνική κοινωνία δεν θα μπορούσε να ζει και να συμβιώνει ειρηνικά χωρίς αυτούς τους θεσμούς πρόνοιας. Εξάλλου ο Α.Π., όταν είδε πως τα δημοσιονομικά ελλείμματα πάνε να καταπιούν τη χώρα, προχώρησε άμεσα σε μέτρα δημοσιονομικής πειθαρχίας. Το 1985 και το 1993 ανέθεσε –και κυρίως στήριξε –στους Κώστα Σημίτη και Αλέκο Παπαδόπουλο, αντίστοιχα, να τιθασεύσουν τα ελλείμματα. Ο Α.Π. δεν άφησε τα ελλείμματα να φθάσουν στο 15,3% γιατί, πάνω από τις όποιες ιδεολογικές του προτεραιότητες, τοποθετούσε την αίσθηση της δημόσιας ευθύνης.

Σήμερα η αμφισβήτηση του Α.Π. συνδυάζει μια ακροδεξιά με μια νεοφιλελεύθερη –όχι όμως και φιλελεύθερη –ατζέντα. Η πρώτη μισεί τη διαφορετικότητα και η δεύτερη το Κράτος Πρόνοιας. Η αμφισβήτηση της διαφορετικότητας και η πλήρης εξάλειψη του Κράτους Πρόνοιας δημιουργεί ένα κύμα αποκλεισμών, αυτών που είτε για λόγους εθνικότητας είτε για λόγους ευκαιριών, γνώσεων, δεξιοτήτων, ασθένειας δεν μπορούν να ακολουθήσουν τους ρυθμούς της καπιταλιστικής κοινωνίας του ρίσκου. Οι επιθέσεις των Βορίδη, Γεωργιάδη και Λαζαρίδη κατά του Α.Π. έχουν στόχο (ακούσιο ή εκούσιο δεν γνωρίζω) την Ανοικτή Κοινωνία και το Κράτος Πρόνοιας. Αλλά για ακριβώς αυτούς τους δύο λόγους η ατζέντα του Α.Π. είναι πάντα επίκαιρη. Ακόμη και τα λάθη αυτής της ατζέντας.

Ο Α.Π. διάβαζε την πολιτική ως μια πραγματικότητα που απαιτούσε οι λύσεις των επιμέρους θεμάτων να εντάσσονται σε μια ολική λογική. Από την άλλη, ο Α.Π. δεν εγκατέλειψε το πλαίσιο της λογικής του έθνους-κράτους. Οι επικριτές του από τη ΝΔ κρατούν τη δεύτερη πλευρά της σκέψης του και υποτιμούν την ιδιαίτερα σημαντική πρώτη πλευρά. Την πλευρά που άλλαξε προς το καλύτερο τα πολιτικά και κοινωνικά ζητούμενα αυτής εδώ της χώρας. Αλλού πρέπει να αναζητηθούν οι υπεύθυνοι της κρίσης και αυτοί δεν είναι μόνο πρόσωπα, αλλά πολιτικά συστήματα και λογικές ταξικών συμφερόντων.

Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι επιστημονικός

διευθυντής του ΙΣΤΑΜΕ