Μαντίλι καλαματιανό σφίγγω στον άσπρο μου λαιμό. Οχι πως δεν τα ‘θελε και σένα ο ποπός σου, Δυσδεμόνα μου. Αλίμονο. Σου ‘πε κανείς να δηλώσεις παρθένα και άσπιλη μέσα σ’ έναν τόσο σαιξπηρικό κόσμο; Εν τοιαύτη περιπτώσει, καλύτερα «να πας να κλειστείς σε μοναστήρι», όπως θα έλεγε κι ο Αμλετ, κι άσε, το κρίμα το παίρνω επάνω μου εγώ, ο πρίγκιπας της Δανιμαρκίας του Νότου ή της Αφρικής του Βορρά. Κι η μικρή απ’ τ’ Αλγέρι με το ντέφι στο χέρι; Γουστάρει τον μαύρο, τον σκύλο, τον αράπη, τον σατράπη, τον χασάπη μετά συγχωρήσεως;

Το φανταζόμουν ότι αργά ή γρήγορα θα το γυρίζαμε σε ελληνάδικο, μου είναι όμως δύσκολο να το χωνέψω. Εσύ με τις τόσες Σαουμπίνε, τα τόσα φεστιβάλ και τους τόσους Peeping Tom, πώς έγινε, μανούλα μου, και το ‘ριξες τελευταία στιγμή στο ζεϊμπέκικο; Ξέρω, το ίδιο χόρευε στα στερνά του κι ο Γιάννης Τσαρούχης, εκείνος όμως είχε επίγνωση του ότι αυτό το πολιτιστικό fusion είναι που θα μας πάρει τελικά στον λαιμό του. Να κοιμάσαι, επί παραδείγματι, στην Αγίου Κωνσταντίνου, φάτσα στο διατηρητέο του Τσίλερ, και να ξυπνάς αίφνης ντάλα Πλατεία Κουμουνδούρου, «στην άτιμη την σκάλα σαν κατέβαινα», που λέει κι ο Κ.Π. Καβάφης, του οποίου την μνήμην παρεμπιπτόντως επιτελούμεν. Κι αν ρωτάς για μένα, έννοια σου. Πιστεύω, credo, πώς αλλιώς να σου το πω; Βάζω ξεκάλτσωτο το πόδι μου στη φωτιά, σάμπως ξέρω κι άλλο χορό, η αναστενάρισσα; Οχι εκ της τέφρας μου, αλλά από το μπουγέλο που θα μου ρίξεις. Αυτό είναι που θα με συνεφέρει και μια ημέρα θα αναγεννηθώ. Μπάλλος με σφιγμένα τα δόντια, φίλε μου.