Να σκοτώνει κόσμο εν ψυχρώ (μα πολύ… εν ψυχρώ). Να πουλάει τους φίλους του. Να απατάει τη γυναίκα του. Να είναι σχεδόν γαλήνια νευρωτικός («ένας Γούντι Αλεν 130 κιλών», όπως έλεγε ο ίδιος). Να απειλεί –όταν δεν τις έπαιρνε –τις ζωές των εχθρών του. Και όμως. Να εξακολουθείς να τον αγαπάς. Παράφορα.
Αυτός ήταν ο ρόλος του Τόνι Σοπράνο τον οποίο έχτισε θαυμαστά πάνω στο σενάριο του «αδελφού» του παραγωγού Ντέιβιντ Τσέις, «πατέρα» της πολυβραβευμένης τηλεοπτικής σειράς «Σοπράνος». Αυτή και η αντίφασή του.
Γιατί η εξήγηση είναι απλή: πίσω από τον ρόλο υπήρχε ο ηθοποιός, ο άνθρωπος –αυτό το δεύτερο είναι πιο σημαντικό εδώ -, ο Τζέιμς Γκαντολφίνι, που έπιανε την πέτρα και την έστυβε, όπως έλεγαν και οι γιαγιάδες μας. Ενας αγαθός γίγαντας –και ας είχε στα νιάτα του θέματα με τη διαχείριση της οργής του –που έπιανε τον ρόλο, τον έστυβε και έβγαζε περισσότερα «από δύο δάχτυλα ζουμί», που έγραφε (σε απόδοση Αρη Αλεξάνδρου) και ο ποιητής Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι.
Δεν είναι τυχαίο που το CNN και τα άλλα αμερικανικά δίκτυα είχαν μεγάλα αφιερώματα, ώρες ολόκληρες, μετά τον θάνατο του «καλύτερου, του πιο ψαγμένου τηλεοπτικού γκάνγκστερ» (στα 51 του από έμφραγμα του μυοκαρδίου, έτσι απλά, ενώ βρισκόταν σε διακοπές στη Ρώμη). Και μάλιστα για έναν ηθοποιό, σκηνοθέτη και παραγωγό που προτιμούσε –και το επέβαλε –να μένει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, δίνοντας ελάχιστες συνεντεύξεις.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι «Νιου Γιορκ Τάιμς» έστειλαν ρεπόρτερ για να μιλήσουν με τους θυρωρούς γύρω από το σπίτι του στη Νέα Υόρκη και με τους ιδιοκτήτες των γύρω μαγαζιών για να σκιαγραφήσουν έναν άνθρωπο για τον οποίο όλοι έχουν ιστορίες να θυμηθούν.
Δεν είναι τυχαίο που γράφονται και αυτές οι γραμμές, ύστερα από τα πρώτα κείμενα για τον θάνατό του. Ηταν μεγάλη η προσωπικότητα –εκτός από το ταλέντο –του Τζέιμς Γκαντολφίνι και ξεπερνούσε, παρασάγγας, τον μαρκέ ρόλο του Τόνι Σοπράνο. Μεγάλη προσωπικότητα όχι με την έννοια του σταρ. Διότι ο πιο χαρακτηριστικός «νονός», ίσως, στην ιστορία του θεάματος σε μεγάλες και μικρές οθόνες ήταν ο Ντον Κορλεόνε του Μάρλον Μπράντο. Ισως και ο τύπος που έπλασε ο Τζέιμς Κάγκνεϊ. Αντε και ο Ντε Νίρο ως Καπόνε στους «Αδιάφθορους» και ο Τζο Πέσι στα «Καλά παιδιά».
Αστείες. Αυτό ήταν κυρίως οι ιστορίες που άγρευσαν οι ρεπόρτερ από τη γειτονιά του Τζέιμς Γκαντολφίνι. Γιατί ο αγαθός γίγαντας, που ξεκίνησε ως οικοδόμος, φορτηγατζής, «πόρτα» σε κλαμπ, υπαίθριος βιβλιοπώλης και μπάρμαν, είχε χιούμορ. Πολύ χιούμορ. Και μια δική του, σχεδόν παράλογη, συλλογιστική, που όμως λειτουργούσε θαυμαστά στην οθόνη.
Μέλη του τηλεοπτικού συνεργείου επιβεβαίωσαν τα ασταμάτητα, συχνά και πέρα από κάθε όριο πειράγματα που έκανε στους συμπρωταγωνιστές του στους «Σοπράνος». Πόσες, ας πούμε, φορές κατέβαζε τα παντελόνια του, έσκυβε και έδειχνε γυμνά τα οπίσθιά του στην Λορέιν Μπράκο για να την κάνει να σκάει από τα γέλια και να μην μπορεί να συνεχίσει το γύρισμα.
Οταν δε έφθανε κάποιος να εκνευριστεί πολύ από την επιμονή του στις πλάκες, τον κοιτούσε –θυμούνται κάποιοι –με εκείνα τα βαθιά θλιμμένα μάτια, ακόμη και όταν γελούσαν, και τον αφόπλιζε.
Από την άλλη πλευρά, μπορούσε να κρατηθεί ξάγρυπνος μια ολόκληρη νύχτα πριν από τα γυρίσματα των «Σοπράνος» για να μη φαίνεται μόνο αλλά να είναι ευερέθιστος μπροστά στην κάμερα. «Διότι όταν είσαι πολύ κουρασμένος», έλεγε, «ό,τι και να τολμήσει να σου κάνει κάποιος εκείνη την ώρα σε κάνει έξαλλο. Αντί να πιεις λοιπόν έξι φλιτζάνια καφέ, μπορείς να αρχίσεις να περπατάς έναν γύρο με μια ενοχλητική πέτρα στο παπούτσι σου. Αυτό να δεις πώς λειτουργεί για να βγάλεις οργή στην οθόνη».
Αυτή η –επίπλαστη; –οργή για τον ήρεμο επιφανειακά γκάνγκστερ Τόνι Σοπράνο ήταν που κράτησε τη σειρά για έξι συναπτές σεζόν και την έβαλε στο Τοπ 10 των καλύτερων σειρών στην ιστορία.
Οταν ο Ντέιβιντ Τσέις τον είδε στη σκηνή της ταινίας «Ιλιγγιώδης έρωτας» του Κουέντιν Ταραντίνο στην οποία, αφού έσπαγε το διαχωριστικό τζάμι του μπάνιου, ματωμένος και σχεδόν σε παράκρουση ορμούσε στην Πατρίσια Αρκέτ και τον ξεχώρισε για τον κεντρικό ρόλο στους υπό γέννηση «Σοπράνος», είχε στον νου του μια ζωντανή εκδοχή των «Σίμπσονς». Με πλάκα και δόσεις παραλογισμού. Ομως ο Γκαντολφίνι δεν πήγε προς τα εκεί τον ρόλο. Προτίμησε να πάρει τα ιταλιάνικα βιώματά του στο Νιου Τζέρσεϊ, όσα έβλεπε γύρω του στα μικράτα του από τύπους της τοπικής μαφίας, και να τα διυλίσει όσο να βγάλει την ουσία. Δεν πήγε προς την πλάκα, αλλά προς τον ρεαλισμό –αντίθετα δηλαδή από το «δεν θέλω ρεαλισμό, θέλω μαγεία» της Μπλανς Ντιμπουά, στο θεατρικό «Λεωφορείον ο Πόθος» με την Τζέσικα Λανγκ – Μπλανς και τον Αλεκ Μπόλντουιν – Κοβάλσκι, με το οποίο έκανε το ντεμπούτο του στο Μπρόντγουεϊ το 1992, στον ρόλο του Μιτς. Και ρεαλισμός εν προκειμένω, για τον Γκαντολφίνι, ήταν η οργή και ο παραλογισμός του «νονού».
Ηταν η δική του ερμηνεία στον ρόλο του Τόνι Σοπράνο –που οδήγησε και ολόκληρη τη σειρά –ένας φόρος τιμής «στους ανθρώπους της εργατικής τάξης». Οταν είδε δε ο Ντέιβιντ Τσέις πού το πήγαινε τούτος ο μάστορας στην «κατασκευή» ρόλων από την ουσία και από το μηδέν δεν ήθελε πια έναν διασκεδαστικό αρχιγκάνγκστερ. Ηθελε εκείνο στο οποίο τον οδηγούσε ο «Μότσαρτ», όπως χαρακτήριζε τον Γκαντολφίνι. Τη μεγαλοφυΐα, σχεδόν ανεξήγητη και παράλογη, που οδηγούσε τον ρόλο σε πιο σκοτεινά μονοπάτια, οδηγώντας εκεί και τους «Σοπράνος» εν συνόλω. Δεν ήθελε πια «Σίμπσονς» ή οπερέτα, όπως είπε στην εφημερίδα «Ουάσιγκτον Ποστ». Αλλά το σκοτάδι του «Ντον Τζιοβάνι» (την πιο στοιχειωμένη όπερα του Μότσαρτ, βασισμένη στο δέος απέναντι στον πατέρα του).
Με οδηγό έναν Τόνι Σοπράνο που ο χαρακτήρας του «δεν είχε κέντρο» και «δεν είχε θρησκεία», όπως τον ήθελε ο ηθοποιός που τον ενσάρκωσε. Αντίστοιχος με το «καλόπαιδο» Μίκι στο «Σκότωσέ τους γλυκά» με τον τον Μπραντ Πιτ, που ενσάρκωσε πρόσφατα ο Γκαντολφίνι (και σε αυτά τα γυρίσματα πολλοί θυμούνται τις πλάκες του). Ρόλος που, με έναν παράδοξο τρόπο, δεν απέχει από εκείνον του διευθυντή της CIΑ, τον οποίο επίσης υποδύθηκε ο Γκαντολφίνι στο θρίλερ της σύλληψης του Οσάμα Μπιν Λάντεν «Zero Dark Thirty», με εκείνα τα βαθιά μελαγχολικά μάτια που συγκέντρωναν όλη την ουσία για να την στείλουν, άφατη, στην οθόνη.
Τα ίδια μελαγχολικά μάτια δεν είχαν ως άλλοθι το προσωπείο του σταρ (μάλλον αντιστάρ ήταν) για να προσπεράσουν τον θυρωρό της πολυκατοικίας όπου έμενε στην TriBeCa του Μανχάταν. «Πάντα με ρωτούσε “Τι κάνουν τα παιδιά;”, πάντα μου έλεγε “ευχαριστώ” όταν του άνοιγα την πόρτα και πολλές φορές, επιστρέφοντας μετά τη βόλτα του σκύλου του Ντάνι, έναν ήσυχο Αγίου Βερνάρδου, μου έφερνε δώρα, λιχουδιές ή ένα μπουκάλι νερό», θυμάται ο θυρωρός Λούις Ροντρίγκεζ. Κάποτε μάλιστα προθυμοποιήθηκε να πληρώσει για να στείλει στο κολέγιο τον γιο ενός υπαλλήλου του κτιρίου.
Οπως άφησε τα πάντα, γυρίσματα και οικογένεια, το 2009 για να πάει στη Φλόριδα και να συμπαρασταθεί στον παιδικό του φίλο Τζον Τραβόλτα (η οικογένεια Τραβόλτα πουλούσε λάστιχα στην οικογένεια Γκαντολφίνι, στο Νιου Τζέρσεϊ), όταν έχασε τον 16χρονο γιο του Τζετ. «Ακόμη και μία εβδομάδα μετά, όταν του έλεγα πως ένιωθα καλύτερα, αρνούνταν να φύγει από το πλευρό μου», λέει ο Τραβόλτα. «Πόσοι θα το έκαναν αυτό;»