Ηταν Οκτώβριος του 2005 όταν ο βρετανός ιστορικός και αρνητής του Ολοκαυτώματος Ντέιβιντ Ιρβινγκ βρέθηκε στην Αθήνα για να παρουσιάσει το νέο του βιβλίο. Τα γκρίζα του μαλλιά δεν είχαν μαλακώσει τις απόψεις του. Συστήθηκε ως «πρεσβευτής του Χίτλερ», επέμενε ότι ο αρχηγός της ναζιστικής Γερμανίας δεν είχε διατάξει τη μαζική εξόντωση Εβραίων, προσέφερε «1.000 δολάρια σε όποιον τού αποδείκνυε το αντίθετο». Εναν μήνα μετά τη συνάντησή μας συνελήφθη στην Αυστρία. Εκκρεμούσε ένταλμα εις βάρος του από το 1989. Στην Αυστρία όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες η δημόσια άρνηση του Ολοκαυτώματος οδηγεί στη φυλακή.

Ο Ιρβινγκ καταδικάστηκε τότε σε φυλάκιση τριών ετών. Παρέμεινε έγκλειστος μέχρι τον Δεκέμβριο του 2006 και στη συνέχεια απελάθηκε. Του απαγορεύτηκε ισοβίως η είσοδος στην Αυστρία. Στην Ελλάδα ο ισχύων νόμος (Ν. 927, ΦΕΚ 139/79) κατά των φυλετικών διακρίσεων δεν προβλέπει αντίστοιχη ποινή. Στην ίσως μοναδική περίπτωση που βάσει αυτού του νόμου έφτασε μια δίωξη σε δικαστική αίθουσα ο δικηγόρος και υποψήφιος με τον ΛΑΟΣ Κωνσταντίνος Πλεύρης αθωώθηκε σε δεύτερο βαθμό για το βιβλίο του «Οι Εβραίοι, όλη η αλήθεια». Πρωτόδικα είχε καταδικαστεί σε 14 μήνες φυλάκιση με αναστολή. Καθώς στην Ελλάδα διατυπώνονται ενδοκυβερνητικές διαφωνίες σχετικά με το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο που προτείνει ο υπουργός Δικαιοσύνης, στην Ευρώπη ισχύουν αυστηρές διατάξεις για τον «λόγο του μίσους» με ποινές φυλάκισης που φτάνουν έως και τα πέντε έτη. Μέσα στην εβδομάδα ο πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς τόνισε ότι είναι αναγκαία η ψήφιση νόμων για τον ρατσισμό. Την ανάγκη κατάθεσης του νόμου στην ελληνική Βουλή επεσήμανε και η επίτροπος Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ Σεσίλια Μάλστρομ.

ΤΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ. Στη Γερμανία οι παραβάτες τιμωρούνται με φυλάκιση από τρεις μήνες έως πέντε χρόνια εφόσον «διαταράσσουν τη δημόσια τάξη, προκαλούν μίσος για συγκεκριμένες πληθυσμικές ομάδες ή προτρέπουν σε πράξεις βίας εναντίον τους». Οι ποινές επιβάλλονται και σε Γερμανούς που μπορεί να διακηρύττουν δημόσια «λόγο μίσους» στο εξωτερικό, αλλά και σε πολίτες τρίτων χωρών που ζουν στη Γερμανία. Στην ίδια κατηγορία των παραβατών εντάσσονται και όσοι αρνούνται ή υποβαθμίζουν τα εγκλήματα που διέπραξε το καθεστώς των εθνικοσοσιαλιστών.
Πρόκειται όμως για μία διάταξη που περιλαμβάνεται στον γερμανικό ποινικό κώδικα και όχι για ξεχωριστό, αντιρατσιστικό νόμο. «Για να θεωρηθεί ότι κάποιος παραβαίνει τη διάταξη θα πρέπει να αποδειχτεί ότι υποκινήθηκε από ακροδεξιές πολιτικές ομάδες. Το γερμανικό σύστημα στοχεύει κυρίως κατά των νεοναζί με αποτέλεσμα άλλες εκφάνσεις του ρατσισμού να μη διώκονται από τις Αρχές», λέει στα «ΝΕΑ» ο Μάριο Πέκερ, κοινωνικός επιστήμονας και ερευνητής στον τομέα του αντιρατσισμού στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης και στο Ευρωπαϊκό Φόρουμ για τη Μετανάστευση.
Οπως εξηγεί ο ίδιος, στη Γερμανία δεν υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη ούτε για εγκλήματα μίσους. Εάν κάποιος για παράδειγμα διαπράξει έναν φόνο, δεν θα του επιβληθεί μεγαλύτερη ποινή όπως ισχύει στις ΗΠΑ και στον Καναδά εφόσον αποδειχτεί στο δικαστήριο ότι είχε και ρατσιστικά κίνητρα. Εφόσον ήταν μέλος όμως μιας ακροδεξιάς εγκληματικής ομάδας μπορεί να διωχθεί βάσει συμπληρωματικής διάταξης για τη σύσταση εξτρεμιστικής οργάνωσης. «Είναι ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει τη Γερμανία, ακόμη όμως δεν έχει ληφθεί κάποια νομοθετική πρωτοβουλία για τα εγκλήματα μίσους», λέει ο Πέκερ. Ακόμα και στην περίπτωση των νεοναζί που κατηγορούνται για τους φόνους την περίοδο 2000- 2007 οκτώ τούρκων μεταναστών, του έλληνα μετανάστη Θεόδωρου Βουλγαρίδη και μιας γερμανίδας αστυνομικού, τα ρατσιστικά τους κίνητρα δεν θα λειτουργήσουν επιβαρυντικά αφού δεν υπάρχει η αντίστοιχη νομοθετική πρόβλεψη. Η δίκη τους είναι σε εξέλιξη.

Το 2006 ωστόσο η γερμανική κυβέρνηση πέρασε νέο νόμο κατά των διακρίσεων στον χώρο εργασίας. Και αυτός λειτουργεί συμπληρωματικά κατά της εκδήλωσης φαινομένων ρατσισμού (χωρίς να περιορίζεται σε αυτά) και εναρμονίζεται με σχετικές ευρωπαϊκές οδηγίες. Ωστόσο, προκάλεσε αρκετές αντιδράσεις τότε, με τις γερμανικές επιχειρήσεις να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των διαμαρτυριών. Το 2006 ήταν ταραγμένη χρονιά στη Γερμανία, καθώς η Αστυνομία κατέγραψε 484 ακροδεξιά εγκλήματα, τον μεγαλύτερο αριθμό από το 2001 και έπειτα.

ΤΙΜΩΡΙΑ ΣΤΟ ΑΟΥΣΒΙΤΣ. Στην Ουγγαρία ψηφίστηκε νόμος κατά της άρνησης του Ολοκαυτώματος το 2010 και τον περασμένο Φεβρουάριο ο Γκιόργκι Νάγκι έγινε ο πρώτος πολίτης στη χώρα του που καταδικάστηκε για την παράβασή του. Ο 42χρονος Ούγγρος συμμετείχε σε μια πορεία κρατώντας πανό με την επιγραφή «Το Ολοκαύτωμα δεν έγινε». Τιμωρήθηκε με φυλάκιση 18 μηνών και τριετή αναστολή. Του απαγορεύτηκε η συμμετοχή σε πορείες ή πολιτικές εκδηλώσεις. Στα πλαίσια της ποινής του το δικαστήριο τού επέβαλε να επισκεφτεί είτε το Αουσβιτς είτε το Μουσείο Μνήμης της Βουδαπέστης. Εάν επέλεγε αυτό στη χώρα του, θα έπρεπε να το επισκεφτεί τουλάχιστον τρεις φορές και να περιγράψει έπειτα τις εμπειρίες του.
Νόμους κατά της άρνησης του Ολοκαυτώματος έχουν θεσπίσει ακόμη η Γαλλία, το Βέλγιο, η Λιθουανία, το Λουξεμβούργο, η Πολωνία και η Ελβετία. Τον Νοέμβριο του 2007 το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ισπανίας έκρινε αντισυνταγματική τη διάταξη για την άρνηση του Ολοκαυτώματος και θεώρησε συνταγματική την καταδίκη όσων επιδοκιμάζουν τα ναζιστικά εγκλήματα. Από το 2011 το ανώτατο δικαστήριο της Μαδρίτης αποφάσισε ότι δεν θα διώκονται πλέον οι αρνητές του Ολοκαυτώματος. Η Τσεχία και η Πολωνία τιμωρούν και την άρνηση ή επιδοκιμασία εγκλημάτων του κομμουνιστικού καθεστώτος.
Στη Γαλλία απαγορεύεται επιπλέον η πώληση ναζιστικών συμβόλων (επιτρέπεται δημόσια έκθεσή τους μόνο σε μουσεία ή σε καλλιτεχνικές εκδηλώσεις). Στους νόμους κατά των διακρίσεων της Βρετανίας δεν γίνεται συγκεκριμένη αναφορά στους νοσταλγούς των Ναζί ούτε τιμωρούνται οι αρνητές του Ολοκαυτώματος.

ΣΤΙΣ ΗΠΑ

Για να θεωρηθεί εγκληματικός ο λόγος μίσους στις ΗΠΑ, θα πρέπει βάσει της εκεί νομοθεσίας να αποδειχτεί ότι μπορεί να βλάψει άμεσα κάποιον ή να προτρέψει άμεσα σε βίαιες ενέργειες. Σε διαφορετική περίπτωση, ακόμα και οι ρατσιστικές προσβολές προστατεύονται συνταγματικά στο πλαίσιο της ελευθερίας του λόγου.

Ωστόσο, κανένα βίαιο ρατσιστικό έγκλημα στις ΗΠΑ δεν προστατεύεται από τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία του λόγου. Μέχρι στιγμής, σε 45 αμερικανικές πολιτείες ισχύουν διατάξεις κατά εγκλημάτων μίσους.