Το πρακτορείο Bloomberg περιβάλλεται από τη φήμη του ειδικού. Δεν είναι ένα πρακτορείο ειδήσεων όπως τα άλλα και αυτό αποτελεί ταυτόχρονα το μεγαλύτερο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα αλλά και βαρύ φορτίο για τους ανθρώπους που το διαχειρίζονται. Ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του αμερικανικού ειδησεογραφικού ομίλου Νταν Ντοκτόροφ το γνωρίζει καλά. Δύσκολα θα κερδίσουμε το βραβείο Πούλιτζερ γράφοντας για τα σπρεντ της Ιαπωνίας και τις διακυμάνσεις της τιμής της ζάχαρης, λέει αυτοσαρκαζόμενος για τον «προϊόν» του. Αυτή ακριβώς η επίγνωση κάνει τον 54χρονο επικεφαλής του πρακτορείου να αναζητά διαρκώς νέους τρόπους προσέλκυσης αναγνωστικού (εσχάτως και τηλεοπτικού) κοινού.

Βέβαια η επιτυχία του πρακτορείου βασίζεται ακόμα στην «παλιά συνταγή» της προώθησης επιχειρηματικών, χρηματιστηριακών και οικονομικών ειδήσεων, αναλύσεων και στατιστικών στους αναγνώστες-συνδρομητές μέσω των τερματικών.

Οι πελάτες του πρακτορείου, κυρίως μέσα ενημέρωσης και χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, πληρώνουν αδρά προκειμένου να έχουν εγκατεστημένες στα γραφεία τους τις οθόνες Bloomberg, που προσφέρουν κάθε μέρα πρόσβαση σε περισσότερες από 5.000 ειδήσεις και αναλύσεις καθώς και μια βάση οικονομικών δεδομένων για επιχειρήσεις, χρηματαγορές αλλά και κράτη.

Ωστόσο την τελευταία πενταετία ο Ντοκτόροφ επιχειρεί να επεκτείνει το πεδίο δράσης του μιντιακού κολοσσού των 15.000 υπαλλήλων πέρα από τον λαβυρινθώδη και ακατάληπτο για τον «μέσο αναγνώστη» κόσμο των οικονομικών. Η αρχή έγινε το 2009 με την αγορά του «Businessweek», ενός περιοδικού με ιστορία 80 ετών και αναγνωστικό κοινό που αγγίζει τα 4,5 εκατ. σε 140 χώρες. Τη διείσδυση στη δημοσιογραφία του «γενικού κοινού» έχει βοηθήσει και η επιτυχία του Bloomberg TV, η οποία επισφραγίστηκε με την πρόσφατη εμφάνιση του Ντέιβιντ Κάμερον όταν ο βρετανός Πρωθυπουργός επέλεξε το κανάλι του Bloomberg για να προαναγγείλει δημοψήφισμα για την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας του.

Τώρα η επιχείρηση που ίδρυσε το 1981 ο νυν δήμαρχος της Νέας Υόρκης Μάικλ Μπλούμπεργκ σχεδιάζει το πέρασμα στην «παραδοσιακή δημοσιογραφία» της έντυπης εφημερίδας. Στους κύκλους της αμερικανικής αγοράς των μίντια είναι κοινό μυστικό ότι στο Μανχάταν (όπου βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία του πρακτορείου) υπάρχει ενδιαφέρον για την εξαγορά των «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς». «Τρέφουμε απεριόριστη εκτίμηση για τη δουλειά του Λάιονελ Μπάρμπερ που εκδίδει ένα υψηλής ποιότητας προϊόν», δηλώνει ο Ντοκτόροφ στους βρετανικούς «Τάιμς». Ο ίδιος πάντως αποφεύγει να σχολιάσει τις φήμες που θέλουν την εταιρεία του να εξαγοράζει την οικονομική εφημερίδα με τίμημα έως ένα δισ. ευρώ. «Οπως λέει κι ο Μάικλ Μπλούμπεργκ όταν του απευθύνουν το ίδιο ερώτημα, «αγοράζω τους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» κάθε μέρα»», σχολιάζει σιβυλλικά.

Σε κάθε περίπτωση, ο επικεφαλής του πρακτορείου μοιάζει να πιστεύει στην παλαιομοδίτικη δημοσιογραφία της εφημερίδας ακόμα κι αν δεν έχει δουλέψει ποτέ του ως δημοσιογράφος. «Δεν νομίζω ότι το έντυπο θα πεθάνει όσο γρήγορα νομίζουν ορισμένοι. Υπάρχει ακόμα ένας ολόκληρος κόσμος από αναγνώστες που είναι πρόθυμοι να πληρώσουν για ένα ποιοτικό προϊόν», εκτιμά.