Εχουν αρκετά κοινά στοιχεία. Και πρώτα απ’ όλα το όνομά τους. Δημήτρης εκείνος, Δήμητρα εκείνη. Είναι και οι δύο 26 χρονών, αγαπούν τις καταδύσεις και το καλό φαγητό. Το δεύτερο μάλιστα σχετίζεται άμεσα με τη δουλειά τους.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η Δήμητρα το 2005 πέρασε στη Σχολή Δημόσιας Υγείας στην Αθήνα. Αυτός ήταν και ο λόγος που άφησε την οικογένειά της και την όμορφη Φλώρινα, όπου έχει μεγαλώσει, και ήρθε στην πρωτεύουσα. Η προσαρμογή στην πόλη ήταν αρκετά δύσκολη, γιατί είχε συνηθίσει σε έναν διαφορετικό τρόπο ζωής στην επαρχία. Ετσι κάθε Σαββατοκύριακο πηγαινοερχόταν Αθήνα – Φλώρινα μέχρι που σιγά σιγά προσαρμόστηκε, έκανε καινούργιες παρέες και άρχισε να συνηθίζει. Εναν χρόνο μετά μετακόμισε και η υπόλοιπη οικογένειά της στην Αθήνα με αφορμή ένα κρεοπωλείο που άνοιξαν στη Νέα Μάκρη.

Η πρώτη φορά που ο Δημήτρης συνάντησε τη Δήμητρα ήταν το 2007 στο Ναύπλιο. Εκείνη είχε πάει για το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος μαζί με τους φίλους της και εκείνος ήταν γνωστός ενός από τους συμφοιτητές της. Πέρασαν αρκετοί μήνες που έβγαιναν όλοι μαζί, μέχρι που ο Δημήτρης ένα βράδυ της έστειλε μήνυμα στο κινητό και της πρότεινε να βγουν μόνο οι δυο τους. Κάπως έτσι ξεκίνησε η σχέση τους.

«Ο Δημήτρης είναι άνθρωπος νευρικός και ταυτόχρονα πολύ ευαίσθητος. Είναι εργατικός και επίμονος στη δουλειά του. Κοινωνικός, αλλά κατά βάθος πολύ κλειστός χαρακτήρας», λέει η Δήμητρα, σε αντίθεση με εκείνη που είναι αυθόρμητη, ενθουσιώδης, δυναμική, απαιτητική και πεισματάρα. Ο Δημήτρης δεν της χαλάει ποτέ χατίρι και κάθε φορά της λέει: «Για όλα αυτά σ’ αγαπώ».

Υστερα από δέκα μήνες σχέσης, ο Δημήτρης αναγκάστηκε να φύγει εκπαιδευτικό ταξίδι με τη Σχολή Εμποροπλοιάρχων όπου σπούδαζε για καπετάνιος. Με αφετηρία τη Βραζιλία, θα γύριζε όλο τον κόσμο. Για οκτώ μήνες η σχέση τους πέρασε τη μεγαλύτερη δοκιμασία. Η επικοινωνία ήταν δύσκολη, μιλούσαν τηλεφωνικά μέσω δορυφόρου, πράγμα το οποίο τους κόστισε όχι μόνο οικονομικά αλλά και ψυχολογικά. Η απόσταση και η δυσκολία της κατάστασης τελικά λειτούργησαν θετικά. Ο Δημήτρης πήρε κάποιες σημαντικές αποφάσεις που αφορούσαν την κοινή τους ζωή.

Στις 28 Νοεμβρίου 2008, μια μέρα πριν από τα γενέθλια της Δήμητρας, στις δέκα το βράδυ, χτύπησε το κουδούνι στο σπίτι της. Ανοιξε την πόρτα και είδε τον Δημήτρη. Δεν το πίστευε, αφού της είχε πει ότι θα ερχόταν πέντε μέρες αργότερα. Η στιγμή ήταν πολύ φορτισμένη συναισθηματικά. Εκείνος είχε γυρίσει αποφασισμένος να παρατήσει τη σχολή του. «Δεν πρόκειται να σε ξαναφήσω ποτέ στη ζωή μου», της είπε. Και αυτό έγινε. Το επόμενο βήμα ήταν να γνωρίσει τους γονείς της.

Επειτα από λίγο καιρό έπρεπε και πάλι να φύγει για τη στρατιωτική του θητεία. Πέρασαν άλλοι δώδεκα μήνες εξ αποστάσεως, που βέβαια δεν ήταν τίποτα μπροστά στις προηγούμενες φουρτούνες. Μόλις απολύθηκε, ξεκίνησε να δουλεύει ως κρεοπώλης στο πλευρό του πατέρα της, ο οποίος είναι και ο άνθρωπος που τους έχει στηρίξει πολύ και ό,τι έχουν καταφέρει μέχρι σήμερα το οφείλουν σε εκείνον.

Κάθε μέρα ο Δημήτρης της υπενθύμιζε ότι ήθελε να γίνει γυναίκα του και μητέρα των παιδιών του. Θέλουν και οι δύο να κάνουν πολλά παιδιά και μια σωστή οικογένεια με αρχές. Ακριβώς όπως μεγάλωσαν και οι ίδιοι.

Εναν χρόνο μετά άνοιξαν το δικό τους κρεοπωλείο στην Αγία Παρασκευή. Η σταθεροποίηση της δουλειάς τους ήταν η αφορμή να πάρουν την απόφαση να ορίσουν και την ημερομηνία του γάμου. Η οικογένειά του στάθηκε δίπλα στον Δημήτρη σε αυτή την απόφαση.

Επέλεξαν μια λευκή εκκλησία στο Μάτι της Νέας Μάκρης, όπου τους στεφάνωσαν ο πνευματικός τους πατέρας, πατήρ Ιωάννης και ο πατήρ Νικόλαος, ο σύζυγος της Ευθυμίας, δεύτερης αδελφής τής Δήμητρας.

Η οργάνωση του γάμου ήταν μια ευχάριστη εμπειρία, καθώς στο πλευρό της είχε συνεχώς τη μεγαλύτερη αδελφή της, τη Ζαχαρούλα, στην οποία χρωστάει πολλά. Οχι μόνο για όσα έχει κάνει για εκείνη, αλλά για το δώρο που της χάρισε. Το πρώτο της ανιψάκι το οποίο και λατρεύει. Παρά την προχωρημένη της εγκυμοσύνη ήτανε πλάι της σε όλες τις στιγμές ξεκινώντας φυσικά από την επιλογή του νυφικού, όπου ύστερα από αρκετούς δειγματισμούς κατέληξαν σε ένα νυφικό γαλλικού οίκου με δαντέλα και μακρύ πέπλο. Το στοιχείο του ρομαντισμού κυριαρχούσε σε όλη τη διακόσμηση, με λευκές δαντέλες και σατέν κορδέλες στο χρώμα της άμμου, φανάρια και στολισμένα με λευκές ορτανσίες κηροπήγια, πράσινα μήλα και πολλές βίντατζ νότες. Η νύφη έφτασε στην εκκλησία με ένα λευκό αυτοκίνητο – αντίκα και η ανθοδέσμη της ήταν από λευκές και ροζ παιωνίες. Στο ίδιο στυλ ήταν και τα προσκλητήρια, οι μπομπονιέρες, το βιβλίο ευχών, τα ευχαριστήρια καρτελάκια καθώς και όλο το τραπέζι των ευχών. Ο πρώτος τους χορός ήταν το τραγούδι του Στέλιου Ρόκκου «Εμεινα εδώ» για να τους θυμίζει την απόφαση του Δημήτρη να εγκαταλείψει τα καράβια και να μείνει κοντά της.

Ο γάμος τους έγινε σύμφωνα με τις παραδόσεις και τα έθιμα της Φλώρινας που εντυπωσίασαν όλους τους καλεσμένους. Χόρεψαν τον γαμπρό μέσα στο ταψί ως μια ιδέα για το τι έπεται στον έγγαμο βίο του και έκοψαν την παραδοσιακή μπουγάτσα, όπου ο γαμπρός και η νύφη ανταγωνίζονται για το ποιος θα πάρει το μεγαλύτερο μερίδιο. Στη προκειμένη περίπτωση, το κέρδισε η Δήμητρα. Τέλος, η νύφη φόρεσε σε όλες τις συμπεθέρες μια παραδοσιακή ποδιά της Φλώρινας ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για το ζύμωμα της μπουγάτσας.

Κουμπάρος τους ήταν ο Λεωνίδας Μονέδας, παιδικός φίλος του Δημήτρη, που και αυτός συνέβαλε με το παραπάνω ώστε να είναι ο γάμος μια τόσο ευχάριστη εμπειρία. Λόγω της αδυναμίας και των δύο στις φωτογραφίες, έδωσαν μεγάλη προσοχή στην επιλογή του φωτογράφου. Επειτα από αρκετές συστάσεις επέλεξαν τον Πάνο Ρεκουνιώτη.