Υπήρξε άλλη περίπτωση πολιτικού ηγέτη που πεθαίνει σε βαθύ γήρας και ύστερα από εικοσαετή και πλέον αποστρατεία κι όμως ο θάνατός του ξεσηκώνει τόσο μεγάλες και θυελλώδεις συζητήσεις σε όλο τον κόσμο, όπως στην περίπτωση της Μάργκαρετ Θάτσερ;

Η Σιδηρά Κυρία απέδειξε ότι μπορεί ακόμη να διχάζει και να παθιάζει. Κι ας έχουν περάσει 34 ολόκληρα χρόνια από τότε που ανέλαβε το τιμόνι μιας χώρας που είχε εκπέσει από το κλέος της αυτοκρατορίας στην αισχύνη της προσφυγής στο ΔΝΤ. Θαυμαστές και πολέμιοι διασταυρώθηκαν στον διεθνή Τύπο, δηλητηριώδη σχόλια μίσους πλημμύρισαν το Διαδίκτυο και τους δρόμους βρετανικών πόλεων. Λες και ζούμε ακόμη στις αρχές της δεκαετίας του ’80, με τους ανθρακωρύχους στα ορυχεία, τον Μπόμπι Σαντς ζωντανό, τον Μπρέζνιεφ στο Κρεμλίνο και τους Αργεντινούς στις Μαλβίνες.

Κάτι λέει αυτό, προφανώς, για το βάρος της κληρονομιάς που άφησε η Θάτσερ στον κόσμο μας. Κάτι λέει, κυρίως, για τη δυσκολία του κόσμου μας να αναμετρηθεί με αυτήν την κληρονομιά.

Εγιναν μεγάλες συζητήσεις αυτές τις ημέρες για το αν και πώς άλλαξε τη Βρετανία η Θάτσερ. Αλλά το θέμα είναι πώς η Θάτσερ άλλαξε τον κόσμο. Ή, για την ακρίβεια, πώς συνδέθηκε με μια κοσμοϊστορική αλλαγή και έγινε το πρόσωπό της αλλαγής αυτής, το έμβλημά της. Με τον ίδιο τρόπο που 40 χρόνια πριν από αυτήν ο αμερικανός πρόεδρος Ρούζβελτ είχε γίνει η αφετηρία και το έμβλημα μιας ανάλογης κοσμοϊστορικής μεταβολής.

Το new deal του Ρούζβελτ ήταν η πρώτη πράξη μιας εποχής στην οποία κυριαρχούσαν οι κεϋνσιανές-σοσιαλδημοκρατικές ιδέες. Ο κόσμος πίστευε ότι για να μη ζήσει ξανά την καταστροφή του 1929 κι όσα φοβερά την ακολούθησαν, έπρεπε οι δυνάμεις της αγοράς να τιθασεύονται και το κράτος να ελέγχει τα κλειδιά της οικονομίας. Μετά τον Ρούζβελτ, ακόμη κι όταν κυβερνούσαν οι δεξιοί, στην Ευρώπη ή την Αμερική, η οικονομική τους πολιτική είχε σοσιαλδημοκρατικό πρόσημο. Η θατσερική αντεπανάσταση, κατά ανάλογο τρόπο, ήταν η πρώτη πράξη μιας διάδοχης εποχής. Το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο είχε συντριβεί στα βράχια της πετρελαϊκής κρίσης. Οι δυνάμεις της αγοράς ανακτούσαν τα κλειδιά της οικονομίας. Ακόμη και οι κεντροαριστεροί, όταν κυβερνούσαν (Κλίντον, Μπλερ), κυβερνούσαν μ’ ένα λάιτ, «πολιτισμένο» νεο-φιλελεύθερο πρότυπο.

Η Θάτσερ είχε θριαμβεύσει. Αλλά η ειρωνεία είναι ότι η πολιτική της νίκης μεταφράστηκε σε μια ιδεολογική και ηθική της ήττα. Γιατί η Θάτσερ δεν ενδιαφερόταν για την οικονομία. «Η οικονομία είναι η μέθοδος», είχε πει η ίδια, όπως μας θύμισε ο Ντένις Μάρκαντ. «Το θέμα είναι να αλλάξεις τα μυαλά και τις ψυχές των ανθρώπων». Η Θάτσερ υμνούσε την ελεύθερη αγορά, αλλά πίστευε βαθιά ότι αν η αγορά ελευθερωθεί από το βαρύ χέρι του κράτους, θα ανθήσει ένας νέος τύπος ανθρώπου –εργατικός, επιχειρηματικός, πειθαρχημένος, εγκρατής, ένας αληθινός προτεστάντης. Δεν φανταζόταν ότι η απελευθερωμένη αγορά θα γεννήσει τέρατα δίχως ηθικούς ενδοιασμούς, έναν κόσμο απληστίας, ικανό για κάθε κερδοσκοπική απάτη, έναν κόσμο γεμάτο τοξικές φούσκες και αδίστακτους πειρατές που αποθηκεύουν τον ιδιωτικό τους πλούτο κάτω από τα φοινικόδεντρα εξωτικών φορολογικών παραδείσων.

Μετά τον Σεπτέμβριο του 2008, κανείς στον κόσμο δεν θα επαναλάμβανε πια το θατσερικό μότο «οι αγορές ξέρουν καλύτερα από τις κυβερνήσεις». Ούτε το άλλο, πως «ο συνδικαλισμός είναι η αληθινή αιτία της ανεργίας». Τα πιο διάσημα ρητά της απουσιάζουν από τις υμνητικές νεκρολογίες της. Η Θάτσερ άλλαξε τον κόσμο. Αλλά ο κόσμος της ήταν ηθικά νεκρός πριν από τον δικό της φυσικό θάνατο. Αυτή είναι, κατά κάποιον τρόπο, η τραγωδία της.

Η δική μας τραγωδία είναι ότι κανείς ακόμη δεν διατύπωσε, πνευματικά ή πολιτικά, το σχέδιο ενός διάδοχου κόσμου, μιας νέας τάξης πραγμάτων με το πάθος, το ταλέντο και το πείσμα που το έκανε εκείνη. Κι ίσως γι’ αυτό ακριβώς η Θάτσερ μας παθιάζει και μας διχάζει ακόμη. Ισως γι’ αυτό προτιμάμε να δίνουμε τις ιδεολογικές μάχες σαν ριμέικ της δεκαετίας του ’80, σαν μια φέικ τιτανομαχία περί τον μακαρίτη «νεο-φιλελευθερισμό». Για να κρύψουμε τη γύμνια μας σε νέες ιδέες.