Το αποτέλεσμα των ιταλικών εκλογών συνιστά μια σεισμική δόνηση που δεν τραντάζει μόνο τη χερσόνησο αλλά ολόκληρη την Ευρώπη. Στην πραγματικότητα, η εκλογική διαδικασία σακατεύτηκε από τον συνδυασμό τριών ισχυρών κρίσεων.

Μια κοινωνική κρίση την οποία πυροδότησε η σκληρή θεραπεία της κυβέρνησης Μόντι, που βελτίωσε ασφαλώς τα δημόσια οικονομικά και αποκατέστησε τη διεθνή αξιοπιστία της Ιταλίας, προκάλεσε όμως μια ύφεση, η οποία επέφερε άνοδο της ανεργίας, διεύρυνση των ανισοτήτων κάθε μορφής –κοινωνικών, ανάμεσα στα φύλα, ανάμεσα στις γενιές, εδαφικών και ανάμεσα σε Ιταλούς και μετανάστες –και μια αξιοσημείωτη αύξηση της φτώχειας.

Μια κρίση πολιτική μακράς διαρκείας, που μετρά πια κοντά είκοσι χρόνια, η οποία οξύνθηκε όμως με τον πολλαπλασιασμό των σκανδάλων διαφθοράς και μια διογκούμενη απόρριψη της άρχουσας τάξης.

Τέλος, και αυτή είναι στην πραγματικότητα η μεγάλη καινοτομία αυτής της προεκλογικής εκστρατείας, μια κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στην Ευρώπη, καθώς αυτή αποτελεί πλέον ξεκάθαρο αντικείμενο πολιτικού διαχωρισμού: ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο Μπέπε Γκρίλο, ο Ρομπέρτο Μαρόνι της Λέγκας του Βορρά και ο Αντόνιο Ινγκρόια, εκπρόσωπος της Αριστεράς της Αριστεράς, τη μαστίγωναν ασταμάτητα, ενώ ο Μάριο Μόντι και ο Πιερ Λουίτζι Μπερσάνι βρέθηκαν σε θέση άμυνας.

Αλλά η Ιταλία δεν αποτελεί κατά κανένα τρόπο μια ανωμαλία της Ευρώπης. Αυτό που συμβαίνει εκεί δεν είναι επ’ ουδενί κάποιο είδος μεσογειακού εξωτισμού. Φυσικά και η χώρα έχει πολυάριθμες πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες. Σε όλες όμως σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες, οι πολίτες αρπάζουν την ευκαιρία των εκλογών για να παρουσιάσουν τον λογαριασμό στις κυβερνήσεις που τους επιβάλλουν μια πολιτική λιτότητας.

Παντού εκφράζεται ένα συναίσθημα «αντι-πολιτικής», το οποίο, από τη μια πλευρά, μεταφράζεται σε μια καχυποψία απέναντι στους θεσμούς και μια απόρριψη των ελίτ που ακονίζουν τους επονομαζόμενους λαϊκιστικούς σχηματισμούς, αλλά από την άλλη πλευρά μεταφράζει μια αξίωση οικοδόμησης μιας άλλης δημοκρατίας, πιο τίμιας, πιο διάφανης.

Παντού, η Ευρώπη πλέον επικρίνεται και αμφισβητείται, για τις οικονομικές επιλογές της, για το έλλειμμα δημοκρατίας της, γιατί αποδεικνύεται φτωχή σε μεγάλα σχέδια και οράματα που μπορεί να κινητοποιήσουν. Αν οι πολιτικοί ιθύνοντες δεν μετρήσουν σωστά τη σοβαρότητα της σημερινής κατάστασης, το αύριο θα είναι δύσκολο, για να μην πούμε καταστροφικό. Αυτό είναι το μεγάλο δίδαγμα της ιταλικής ψήφου.

Στις χώρες-μέλη της Ε.Ε., η αμφιβολία όσον αφορά την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση βρίσκεται στο ζενίθ. Οι συνέπειες είναι κατάφωρες: δημοκρατικά ατυχήματα δεν είναι μόνο δυνατά, αλλά ολοένα και περισσότερο πιθανά. Είναι λοιπόν αναγκαίο να καθήσουν γρήγορα οι ευρωπαίοι ηγέτες γύρω από το τραπέζι, ώστε να αναπτύξουν μια στρατηγική εξόδου από την κρίση, να χαράξουν κοινές προοπτικές για το σύνολο των Ευρωπαίων και να αναθεωρήσουν έναν ευρωπαϊκό προϋπολογισμό που δεν ανταποκρίνεται με κανέναν τρόπο στα διακυβεύματα του μέλλοντος της ηπείρου.

Θα βρούμε άραγε το θάρρος να αντλήσουμε τα διδάγματα της ιταλικής κατάστασης και να αναλάβουμε δράσεις συγκεκριμένες και αποτελεσματικές ώστε να αποτρέψουμε την κατάρρευση του ευρωπαϊκού σχεδίου;

O Μαρκ Λαζάρ είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Sciences Po του Παρισιού. Ο Γκιγιόμ Κλοσά είναι πρόεδρος του κέντρου ευρωπαϊκής σκέψης και δράσης EuropaNova.