Λίγες ημέρες πριν από τα Οσκαρ, βγαίνει στις αίθουσες και η τελευταία από τις υποψήφιες ταινίες που δεν είχε προβληθεί στην Ελλάδα. Δυνατό στοιχείο του «Zero Dark Thirty» της Κάθριν Μπίγκελοου είναι το σασπένς και η καταπληκτική Τζέσικα Τσαστέιν.

Βαθμοί«Zero Dark Thirty». Εχουμε δει τόσες φορές τους Δίδυμους Πύργους να καταρρέουν που το «Zero Dark Thirty» δεν χρειάζεται καν να αναπαραγάγει τη γνωστή εικόνα. Ακριβώς γι’ αυτό, όμως, επιλέγει μια πολύ ισχυρή εναλλακτική οδό: η εναρκτήρια σεκάνς αποτελείται από μια μαύρη οθόνη με μοναδικό soundtrack τις τηλεφωνικές συνομιλίες των θυμάτων εκείνης της ημέρας, λίγο πριν από τον τραγικό χαμό τους. Και αμέσως μετά η Κάθριν Μπίγκελοου μας ρίχνει στα «σκληρά» –με μια σεκάνς βασανισμού που «κλειδώνει» και τον προβληματισμό του φιλμ. Τον εγκλωβισμό, δηλαδή, των Ηνωμένων Πολιτειών σε μια εκδικητική πολιτική που ναι, φέρνει αποτελέσματα, αλλά με τι κόστος;

Το ελληνικό κοινό δεν θα το αντιληφθεί, αλλά είναι σημαντικό: ο μέσος Αμερικανός όχι μόνο δεν πιστεύει πως κατά την περίοδο του Πολέμου στο Αφγανιστάν οι αιχμάλωτοι υπέστησαν βασανιστήρια, αλλά θα σε καταχωρίσει ως ακραία αντιαμερικανό σε περίπτωση που ισχυριστείς το αντίθετο.
Κομματάκι δυσνόητο αυτό το τελευταίο στους θεατές που διακηρύττουν την απέχθειά τους απέναντι στις «αμερικανιές», την ίδια ώρα που γεμίζουν τα multiplex, κατεβάζοντας καντάρια Coca-Cola και φουμάροντας Marlboro κατά την έξοδο, αλλά πρέπει να ειπωθεί. Γιατί μόνο έτσι μπορεί να εκτιμηθεί σωστά η άσκηση της Κάθριν Μπίγκελοου πάνω στην αγωνιώδη αμφισημία, έτσι όπως αυτή αρθρώνεται στο νέο της πόνημα και εντέλει ξεγυμνώνεται στο φινάλε.
Τίποτε πιο εύκολο από το να κηρύξεις έναν πόλεμο: αυτοί που το κάνουν ποτέ δεν θα χρειαστεί να πολεμήσουν, και αυτοί που πολεμούν δεν έχουν περιθώριο να τους αμφισβητήσουν. Η Μπίγκελοου όμως δεν είναι… φαντάρος. Σκηνοθέτιδα είναι. Και το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: αν όλες οι ταινίες είναι κατά βάθος πολιτικές, τι γίνεται με αυτές που ποντάρουν στην ουδετερότητά τους;
Οπως έπραξε και με το πολυβραβευμένο «The Hurt Locker», η Μπίγκελοου καταπιάνεται με ένα «καυτό» ζήτημα το οποίο και «μεταφράζει» κινηματογραφικά με κοφτή αφήγηση, προσηλωμένη περισσότερο στα πρόσωπα και λιγότερο στο «γιατί» πίσω από τα γεγονότα.
Η πράκτορας Μάγια (την ενσαρκώνει η σπουδαία Τζέσικα Τσαστέιν) ορκίζεται να παραδώσει νεκρό τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, μετά τη δολοφονία μιας ομάδας συναδέλφων της, και το πείσμα της φλερτάρει άσχημα με την εμμονοληψία. Και η πολυπόθητη νίκη δεν φέρνει τη λύτρωση: η φιγούρα της ίδιας να κλαίει τρεμάμενη, μόνη της στο μαχητικό αεροπλάνο της επιστροφής, μοιάζει να κινείται σε αντίστοιχες συχνότητες με αυτήν του συνταγματάρχη Γουίλιαμ Τζέιμς του «Hurt Locker», ενώ στο background ακούγεται το ίδιο σημειολογικό mantra: όλοι χάνουν στον πόλεμο, ανεξαρτήτως ισχύος.
Οταν όμως οι κομάντο εισβάλλουν μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα (εξού και ο τίτλος του φιλμ) στο κρησφύγετο του Οσάμα Μπιν Λάντεν και το σασπένς σε βαράει κατακέφαλα, τότε αυτομάτως «υποχρεώνεις» τον θεατή σου να πάρει «θέση», έτσι δεν είναι κυρία Μπίγκελοου; Γιατί λοιπόν δεν κόβεις το δούλεμα από την αρχή;

Βαθμοί: 6