Σε έγγραφό του ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός τονίζει ότι από τα σημερινά δημοσιεύματα προκύπτει πως συνεχίζονται οι διαρροές στοιχείων ανακριτικού υλικού, που αφορά «ιδιαιτέρως ευαίσθητες υποθέσεις (υποθέσεις με φερόμενους ως ελεγχόμενους πολιτικούς αξιωματούχους, όπως βουλευτές, πρώην υπουργούς κ.λπ.), διερευνώμενες από το ΣΔΟΕ».

Υπογραμμίζει επίσης ότι «με τον τρόπο αυτό συνεχίζεται η προσβολή βασικών κανόνων που διέπουν την ποινική προδικασία (αρχή της μυστικότητας)».

Η παραβίαση της μυστικότητας της ανάκρισης, συνεχίζει ο κ. Τέντες, «αφενός παρακωλύει την αποτελεσματικότητα του ανακριτικού έργου της Δικαιοσύνης και για τον λόγο αυτό θίγει σοβαρά το δημόσιο συμφέρον και αφετέρου οδηγεί σε ηθική μείωση των ελεγχομένων, η οποία είναι απαράδεκτη αλλά και επικίνδυνη για την πολιτική ομαλότητα, όταν πρόκειται για πρόσωπα με τις ανωτέρω ιδιότητες».

Κατόπιν αυτών, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου παρήγγειλε τη διενέργεια κατεπείγουσας προκαταρκτικής έρευνας, προκειμένου να διακριβωθεί εάν υπήρξε παραβίαση:

α) του υπηρεσιακού απορρήτου (άρθρο 252 του Ποινικού Κώδικα) εκ μέρους των αρμοδίων υπαλλήλων που δημοσιοποίησαν τη «λίστα» με τα ονόματα των πολιτικών προσώπων των οποίων διερευνάται η περιουσιακή κατάσταση.

β) των όρων της ηθικής αυτουργίας στην πράξη αυτή εκ μέρους δημοσιογράφων ή άλλων προσώπων και

γ) των όρων της παραγράφου 3 του άρθρου 252 του Ποινικού Κώδικα εκ μέρους όσων δημοσίευσαν πρώτοι την παραπάνω «λίστα».

Νωρίτερα, τη διενέργεια κατεπείγουσας προκαταρκτικής εξέτασης διέταξε και ο οικονομικός εισαγγελέας Γρηγόρης Πεπόνης, με στόχο να εντοπιστούν οι υπάλληλοι που είναι υπαίτιοι για τη διαρροή, αλλά και να αποδοθούν, εφόσον προκύπτουν, ευθύνες για τη δημοσιοποίηση των 36 ονομάτων κατά παράβαση του απορρήτου. Η έρευνα ανατέθηκε στην εισαγγελέα πρωτοδικών Κατ. Αντωνίου.