Επί 14 ολόκληρα χρόνια, από το 1959 ώς το 1973, το αμερικανικό κοινό παρακολουθούσε τη ζωή της οικογένειας Καρτράιτ, του πατρός Μπεν και των τριών γιων του, Ανταμ, Χος και Λιτλ Τζον στο ράντσο των 600.000 εκταρίων, στην Ποντερόσα (για το ελληνικό κοινό η προβολή της «Μπονάντσα» άρχισε φυσικά λίγο αργότερα και συνδυάστηκε με άλλα τηλεοπτικά hit της εποχής από το «Πέιτον Πλέις» και τη «Μάχη» ώς τους «Αδιάφθορους»).
Και αν αυτό που έχει μείνει στη μνήμη μας από εκείνη την παιδική ηλικία της τηλεόρασης και της δικής μας είναι ότι η «Μπονάντσα» ήταν ένα απλό γουέστερν, κάνουμε λάθος, καθώς υπήρξε η πρώτη αμερικανική τηλεοπτική σειρά που σε κάθε επεισόδιο πραγματευόταν τα σημαντικότερα κοινωνικά ζητήματα της εποχής της, από την προστασία του περιβάλλοντος με πνεύμα οικολογικό, μέχρι την οικογενειακή βία, αλλά κυρίως τον ρατσισμό και το πρόβλημα του φανατισμού εναντίον Ασιατών, Αφροαμερικανών και Εβραίων. Αν και ορισμένα από τα κοινωνικά στερεότυπα της εποχής που σφραγίζουν την αντίληψη της σειράς αποκαλύπτουν την άγουρη ακόμη κοινωνική ευαισθησία: οι κεντρικοί ρόλοι είναι πάντα οι καλοί, ισχυροί και τίμιοι Αμερικανοί που εμφανίζονται ως προστάτες αδύναμων Αφροαμερικανών, Κινέζων κ.λπ. Ο ίδιος ο μάγειρας της οικογένειας είναι ο κινέζος μετανάστης Χοπ Σινγκ, με την αστεία προφορά και την ακόμη πιο αστεία ουρίτσα μαλλιών κολλημένη στο ξυρισμένο κρανίο του.
Η αλήθεια είναι ότι η κουπ των μαλλιών υπήρξε ένα από τα αθέατα, πλην σοβαρά, ζητήματα της σειράς, καθώς ο Λορν Γκριν που έπαιζε τον Μπεν, όσο και ο Περνέλ Ρόμπερτς που έπαιζε τον πρωτότοκο γιο Ανταμ αναγκάστηκαν να φορέσουν περουκίνι στα μισά της σειράς, για να μη φαίνεται τόσο έντονη η διαφορά τους από τα πρώτα επεισόδια γιατί εν τω μεταξύ είχαν χάσει τα μαλλιά τους. Στο κλαμπ των περουκινοφόρων προσχώρησε και ο ογκώδης Νταν Μπλόκερ, που είχε τον ρόλο του καλόκαρδου γίγαντα Χος, του δεύτερου γιου. Ωστόσο ο δικός του θάνατος το 1972 προκάλεσε και το βιαστικό τέλος της σειράς καθώς οι παραγωγοί αποφάνθηκαν ότι ουδείς άλλος θα μπορούσε να παίξει τον δικό του ρόλο.
Ενα ακόμη από τα ευτράπελα της σειράς είναι και το ενδυματολογικό καθώς οι ηθοποιοί, όλοι ανεξαιρέτως, φορούσαν τα ίδια ακριβώς ρούχα από το πρώτο επεισόδιο ώς το τελευταίο. Για λόγους οικονομίας εξήγησε αργότερα η παραγωγή.
Ο μόνος που έμεινε αναλλοίωτος και εμφανισιακά και κυρίως κράτησε τα μαλλιά της κεφαλής του ακέραια από το πρώτο ώς το τελευταίο επεισόδιο ήταν ο Μάικλ Λάντον, ο μικρότερος γιος, ο Λιτλ Τζον, αλλά και ο κατοπινός εμπνευστής, δημιουργός και πρωταγωνιστής του άλλου φυσιολατρικού γουέστερν της αμερικανικής νοσταλγικής μνήμης, «Το μικρό σπίτι στο λιβάδι».
Οσο για τα παράπλευρα εμπορικά κέρδη της σειράς, υπήρξαν κολοσσιαία και διατηρήθηκαν πολύ περισσότερο από την προβολή των επεισοδίων της, καθώς βασίστηκαν σε αυτήν από ολόκληρη σειρά μυθιστορημάτων – διατηρώντας το συνθετικό «Μπονάντσα» – μέχρι η ντεκορασιόν και η ονομασία πλήθους αμερικανικών φαγάδικων και δη μπριζολάδικων (ως ράντσο η Ποντερόσα είχε και γελάδια).
Τραγούδι και από τον Τζόνι Κας
«Μπονάντσα» ήταν ο όρος που χρησιμοποιούσαν οι αμερικανοί μεταλλωρύχοι όταν αντίκριζαν μια πλούσια φλέβα χρυσού. Το όνομα του ράντσου των Καρτράιτ είναι αναφορά στο είδος πεύκου Ποντερόσα, κοινό στην αμερικανική Δύση. Η έκταση του ράντσου έγινε τραγούδι από τον πρωταγωνιστή στον ρόλο του πατριάρχη Μπεν Καρτράιτ, μουσικό και ηθοποιό Λορν Γκριν (έπαιξε επίσης ρόλο πατριάρχη, του commander Adama, στο επιστημονικής φαντασίας «Battlestar Galactica»), ενώ το μουσικό θέμα με την υπογραφή των Λίβινγκστον και Εβανς έγινε μεγάλη επιτυχία και από τον θρύλο της κάντρι Τζόνι Κας.