Το 1982 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Οδυσσέας το «Μπερλίν Αλεξάντερπλατς» του Αλφρεντ Ντέμπλιν. Εκείνη την εποχή αγόραζα βιβλία τελείως απροετοίμαστος – επέλεγα με βάση τον τίτλο και το οπισθόφυλλο ή, καμιά φορά, διαβάζοντας στα όρθια κάποια σελίδα στην τύχη… Ετσι έγινε και με το μυθιστόρημα του Ντέμπλιν.

Εχω ακόμα εκείνο τον τόμο. Οι πυκνές, κακοτυπωμένες σελίδες του έχουν κιτρινίσει και αναδίνουν αυτό το σπάνιο άρωμα του γερασμένου χαρτιού, άρωμα που στο μυαλό μου είναι άρρηκτα δεμένο με το θαύμα της ολονύχτιας ανάγνωσης. Αυτό το θαύμα μονάχα τα σπουδαία βιβλία μπορούν να το καταφέρουν – και όχι πάντα. Ετσι έγινε και με το βιβλίο του Ντέμπλιν.

Το «Μπερλίν Αλεξάντερπλατς» ήταν κατ’ αρχάς ένα μεγάλο ξάφνιασμα – δεν έμοιαζε με κανένα από τα μυθιστορήματα που είχα διαβάσει ως τότε. Αργησα πολύ να το πάρω χαμπάρι, αλλά στις πίσω σελίδες του τόμου, στριμωγμένο ανάμεσα στις σημειώσεις του μεταφραστή, ένα μικρό σημείωμα του ίδιου του συγγραφέα για το βιβλίο του και κάποιες ασπρόμαυρες φωτογραφίες από το Βερολίνο των αρχών του 20ού αιώνα, κρυβόταν ένα κείμενο του Βάλτερ Μπένγιαμιν που εξηγούσε με πυκνότητα και ακρίβεια πώς το σπάνιο λογοτεχνικό επίτευγμα του Ντέμπλιν «αμφισβητούσε την ηρεμία του αναγνώστη»…

Το κείμενο αυτό (με τον τίτλο «Η κρίση του μυθιστορήματος») το ανακάλυψα τη δεύτερη φορά που διάβασα το βιβλίο, κάμποσα χρόνια αργότερα, όταν πια είχα δει και την αριστουργηματική διασκευή του για την τηλεόραση από τον Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ.

Σύμφωνα με τον Μπένγιαμιν, ο αναγνώστης «…ποτέ μέχρι τώρα δεν ένιωσε να διαποτίζεται ολόκληρος από αυτόν τον καταρράκτη της ομιλούμενης γλώσσας». Να ένας από τους λόγους που κάνουν το βιβλίο του Ντέμπλιν τόσο ξεχωριστό.

Λίγες μόλις γραμμές παρακάτω ακολουθεί ο – εντυπωσιακός -δεύτερος: «Βασική αρχή του στυλ αυτού του βιβλίου είναι το μοντάζ. Μικροαστικά έντυπα, ιστορίες σκανδάλων, ατυχήματα, συνταρακτικά γεγονότα του ’28, λαϊκά τραγούδια, αγγελίες πλημμυρίζουν το κείμενο. Το μοντάζ ανατινάζει το μυθιστόρημα, ανατινάζει τόσο τη δομή όσο και το στυλ του, και ανοίγει νέες, πραγματικά επικές δυνατότητες… Το γνήσιο στηρίζεται στο ντοκουμέντο. Ο ντανταϊσμός στον φανατικό του αγώνα εναντίον του έργου τέχνης έκανε την καθημερινή ζωή σύμμαχό του μέσω του μοντάζ…». Και πιο κάτω: «Το μοντάζ είναι τόσο πυκνό που ο συγγραφέας μόλις και μετά βίας βρίσκει ευκαιρία να μιλήσει ο ίδιος. Κράτησε για τον εαυτό του τους όμοιους με μπαλάντες τίτλους των κεφαλαίων…».

Να ένας – ο τίτλος του 1ου (από τα εννέα, συνολικά) βιβλίου: «Στην αρχή του βιβλίου ο Φραντς Μπίμπερκοπφ αφήνει τη φυλακή Τέγκελ όπου τον είχε οδηγήσει μια προηγούμενη απερίσκεπτη ζωή. Δύσκολη η καινούρια του εγκατάσταση στο Βερολίνο, όμως τελικά τα καταφέρνει και χαίρεται γι’ αυτό, ενώ παίρνει όρκο να μείνει τίμιος.»

Και να ο τίτλος του 7ου: «Βουίζει εδώ το σφυρί, το σφυρί που θα πέσει πάνω στον Φραντς Μπίμπερκοπφ.»

Ο ήρωας του βιβλίου, ο πρώην εργάτης τσιμέντου και μεταφορών Φραντς Μπίμπερκοπφ, «απαιτεί από τη ζωή κάτι περισσότερο από ένα κομμάτι ψωμί. Στην περίπτωση αυτή όχι πολύ φαΐ, λεφτά ή γυναίκες, αλλά κάτι πολύ χειρότερο. Εκείνο που θέλει να γευτεί το βρομόστομά του δεν έχει συγκεκριμένη μορφή. Τον κατατρώει η πείνα του πεπρωμένου, αυτό είναι. Τούτος ο άντρας είναι υποχρεωμένος να ζωγραφίζει ξανά και ξανά τον διάβολο στον τοίχο με νερομπογιά. Δεν είναι ν’ απορείς λοιπόν που ο διάβολος έρχεται κάθε τόσο να τον πάρει…».

Ο Φραντς βγαίνει από τη φυλακή και για ένα διάστημα προσπαθεί να μείνει τίμιος. «Είναι από φυσικού του καλός», λέει ο ίδιος ο (ψυχίατρος στο επάγγελμα) Ντέμπλιν για τον ήρωά του, «κι επιπλέον έχει καεί στο χυλό και φυσάει και το γιαούρτι. Θέλει να εφαρμόσει τους νόμους αυτού του κόσμου, ή τουλάχιστον αυτούς που θεωρεί εκείνος νόμους, με ειλικρίνεια και πίστη και – δεν – μπορεί! Δεν μπορεί. Δέχεται το ένα χτύπημα μετά το άλλο και ο άνθρωπός μας καταρρέει… – κι όλα αυτά, για να επιστρέψουμε στον Μπένγιαμιν, «μέσα σ’ ένα χιλιόμετρο, τόση είναι η ακτίνα που καθορίζει την τροχιά αυτής της ύπαρξης γύρω από την πλατεία. Η Αλεξάντερπλατς κυβερνάει τη ζωή του…».

«Τι είναι όμως για το Βερολίνο η Αλεξάντερπλατς; Είναι το μέρος που εδώ και δύο χρόνια συμβαίνουν οι πιο βίαιες αλλαγές, το σημείο όπου δουλεύουν ακατάπαυστα εκσκαφείς και γερανοί, όπου τρέμει το έδαφος κάτω από το βάρος τους… το σημείο όπου τρέμουν πιο βαθιά από οπουδήποτε αλλού τα σωθικά της πόλης…». Το σημείο όπου «ο κόσμος του εγκλήματος και ο κόσμος των αστών αποτελούν ένα ομοιογενές σύνολο – η πορεία του Μπίμπερκοπφ που από νταβατζής γίνεται μικροαστός περιγράφει απλά μια ηρωική μεταμόρφωση της αστικής συνείδησης».

Η ιστορία του Φραντς Μπίμπερκοπφ, όπως είναι ο υπότιτλος του μυθιστορήματος του Ντέμπλιν, γράφτηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’20, στα πρόθυρα μιας κρίσης (μιας άλλης κρίσης, άραγε, από εκείνη του μυθιστορήματος για την οποία μιλάει Μπένγιαμιν – ή μήπως όχι, μήπως, δηλαδή, πρόκειται για ένα και το αυτό;) που θα οδηγούσε τόσο γρήγορα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο… Ισως αυτός να είναι ένας πρόσθετος λόγος για τον οποίο θα άξιζε κανείς σήμερα, προσπερνώντας τις άοσμες προτάσεις της εκδοτικής επικαιρότητας, να ξενυχτήσει με ένα βιβλίο σαν το «Μπερλίν Αλεξάντερπλατς»…

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1963. Σπούδασε τεχν. μηχανικός. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος, αλλά, πολύ σύντομα, στράφηκε στο σενάριο και την πεζογραφία.

Εχει γράψει τα σενάρια για δέκα ταινίες μεγάλου μήκους – ανάμεσά τους οι «Απόντες» (1996), ο «Βασιλιάς» (2002), η «Αγρύπνια» (2005, σε σκηνοθεσία Ν. Γραμματικού), οι «Ωρες κοινής ησυχίας» (2006, σε σκηνοθεσία Κ. Ευαγγελάκου) κ.ά.

Από τις εκδόσεις Πόλις κυκλοφορούν η συλλογή διηγημάτων του «Η ενοχή των υλικών» (1997, Βραβείο Μαρίας Ράλλη για πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς) και τα μυθιστορήματα «Ο Ζίγκι απ’ τον Μάρφαν – Το ημερολόγιο ενός εξωγήινου» (1998), «Το γονίδιο της αμφιβολίας» (1999) και «Αγιογραφία» (2003), που συμπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα για το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος. Τον Οκτώβριο θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Μεταίχμιο το πέμπτο του βιβλίο – «Τα παιδιά του Κάιν».

Διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, ο «Ζίγκι» έχει μεταφραστεί στα ιταλικά, η «Αγιογραφία» στα γαλλικά και τα γερμανικά, ενώ το «Γονίδιο» έχει μεταφραστεί σε επτά γλώσσες μέχρι σήμερα.

Πεζογράφος και σεναριογράφος, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος ξεχώρισε με τα μυθιστορήματά του «Το γονίδιο της αμφιβολίας», «Αγιογραφία» (Πόλις) και «Τα παιδιά του Κάιν» (Μεταίχμιο) καθώς και με το σενάριο της ταινίας «Οι απόντες»