Να φτάσουμε στον πυρήνα της φθοράς. Των σχέσεων και των συναισθημάτων. Της φθοράς των ονείρων που νομίσαμε ότι έγιναν πραγματικότητα τις εποχές της ευμάρειας για να ανακαλύψουμε, μόλις το χρήμα – το δανεικό – σταμάτησε να ρέει, ότι δεν ζούσαμε παρά τον εφιάλτη του κυνηγητού τής δήθεν «τέλειας ευτυχίας». Τίποτε δεν ήταν αληθινό. Οχι με τον τρόπο που νομίζαμε ότι υπάρχει η αλήθεια.

Μπορεί η τηλεόραση να είναι η τελευταία που θα μιλήσει γι’ αυτήν, ωστόσο έχει αρχίσει η αναζήτηση σεναρίων που ανατέμνουν τη σύγχρονη κοινωνία για να αναδείξουν τις πραγματικά νοσηρές πτυχώσεις της που δημιουργήθηκαν γύρω από τις τεχνητά λείες επιφάνειες μιας δήθεν καλοστρωμένης ζωής. Και η μία μετά την άλλη οι σειρές, οι οποίες επιμένουν στο απαραίτητο «τέλος των ψευδαισθήσεων», γίνονται με ενθουσιασμό δεκτές από την κριτική και το τηλεοπτικό κοινό, όπου προβάλλονται.

Επιμένουμε σε αυτές. Γιατί αρκετά κράτησε η κολλώδης, σακχαρόπηκτη νοσταλγία του ελληνικού κοινού, η οποία υποκρύπτεται στη μεγάλη τηλεθέαση που έχουν οι τουρκικές σαπουνόπερες, επειδή θυμίζουν αόριστα μια παλιά Ελλάδα, μεταπολεμική, παγιδευμένη και αυτή σε σκληρές οικογενειακές παραδόσεις, κλειστοφοβική, αναχρονιστική, που αγωνιζόταν να εκσυγχρονιστεί.

Είναι ανάγκη να υπάρξουν τηλεοπτικές γέφυρες και για το ελληνικό τηλεοπτικό κοινό. Γέφυρες ανάμεσα σε μια μικρή χώρα με χαμένους παραδείσους, με στενούς δεσμούς σε γειτονιές και οικογένειες, που κράτησε ζωντανό το ασπρόμαυρο σινεμά και σε μια χώρα που έζησε τη φρενίτιδα μιας τυφλής ανάπτυξης, κέρδισε ανοικτούς ορίζοντες αλλά έχασε κομμάτια της ψυχής της στο κυνήγι του κέρδους και σήμερα έχει ανάγκη να ανασυνθέσει το σύγχρονο μωσαϊκό των αξιών και των συναισθημάτων της.

Σε αυτή την κατηγορία των τηλεοπτικών σειρών που η ευρωπαϊκή παραγωγή έχει αρχίσει με υπερηφάνεια να αντιπαρατάσσει στην αμερικανική ανήκει για παράδειγμα το ελληνικής καταγωγής «Χαστούκι». Αν και παραγωγή της αυστραλιανής τηλεόρασης, προβλήθηκε τον χειμώνα που πέρασε από το βρετανικό BBC4 με επιτυχία, άρχισε να προβάλλεται αυτές τις ημέρες από το γαλλικό Arte, με διθυράμβους της γαλλικής κριτικής να τη συνοδεύουν.

Και αυτό που επισημαίνεται είναι η σύγχρονη ματιά της σε μια «παλιά ιστορία», η οποία αποτέλεσε πλειστάκις πηγή έμπνευσης για τη λογοτεχνία και το σινεμά των Ευρωπαίων. Η υπόθεση αναδεικνύει το εύθραυστο της λείας, γυαλιστερής επιφάνειας των ανθρώπινων σχέσεων στα περιβάλλοντα των ανερχόμενων μεσοαστών και ιδίως εκείνων που δηλώνουν προοδευτικοί, με τη μεταναστευτική τους τόλμη και τις πολυπολιτισμικές τους ενώσεις.

Είναι ακριβώς αυτό το στοιχείο που δίνει στο «Χαστούκι», βασισμένο στο ήδη βραβευμένο μυθιστόρημα του Χρήστου Τσιόλκα «The slap» («Το Χαστούκι», εκδ. Ωκεανίδα), την κοσμοπολίτικη πτυχή του και το καθιστά επίκαιρο σε όλες τις χώρες στις οποίες τις δύο τελευταίες δεκαετίες διαμορφώθηκαν παρόμοιες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, από τον Καναδά ώς τη Βραζιλία (όπου επίσης αναμένεται να προβληθεί).

Εντυπωσιάζουν οι εύρωστοι, τρισδιάστατοι χαρακτήρες που αποκαλύπτονται με μια «ασήμαντη αφορμή» ώς τον πιο νοσηρό τους πυρήνα. Και «ασήμαντη αφορμή» είναι ένα μόνο χαστούκι. Σε ένα κακομαθημένο παιδί. Κατά τη διάρκεια μιας οικογενειακής γιορτής στο σπίτι ενός καλά αποκατεστημένου μεσοαστού ελληνικής καταγωγής με σύζυγο ινδικής καταγωγής.

Εδώ η συνθήκη της οικογένειας αποτελεί ταυτόχρονα τον συνδετικό ιστό της κοινότητας και τη θηλιά μιας πνιγηρής, εκβιαστικής ισορροπίας εξουσιών και προσωπικών σχέσεων. Ολα αρχίζουν όταν ο Χάρι (τον υποδύεται ο επίσης ελληνικής καταγωγής Αλεξ Δημητριάδης, γνωστός μας από το «Head on» της Αννας Κόκκινος) εκνευρισμένος αστράφτει ένα χαστούκι στον γιο του οικοδεσπότη. Προκαλεί την οργή των γονιών, διχάζει την παρέα και αίφνης καταρρέει το μικροαστικό οικοδόμημα της ειδυλλιακής ζωής όλων.

Αποσυντίθεται με ταχύτητα το μοντέλο του τέλειου ζευγαριού και του τέλειου συγγενούς, της ευδαιμονίας με τραπεζικά δάνεια. Κυρίως όμως αποδομείται με μαεστρία η πιο νοσηρή πτυχή της μικροαστικής αγωγής, ο υπερπροστατευτισμός των γονιών και κυρίως η τάση των μανάδων σε αυτά τα περιβάλλοντα να κρατούν τα παιδιά τους σε μια θλιβερή, αιώνια παιδικότητα για να παραμένουν εξαρτημένα από αυτές.

Ολο αυτό μας φαίνεται πολύ πιο κοντά στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα από οποιαδήποτε «Ασι» και «Σιλά» – πέραν της ελληνικής καταγωγής του σεναρίου – ενώ οι Βρετανοί και οι Γάλλοι το συμπεριλαμβάνουν στις ευρωπαϊκές σειρές που πρέπει κάθε Ευρωπαίος να δει.