Aν είχαν πουλήσει οι διοργανωτές παραπάνω εισιτήρια στη συναυλία του Μόρισεϊ προχθές στον Λυκαβηττό, δεν ξέρω. Μπορεί και όχι. Αλλά αυτό που λέμε sold out στην Ελλάδα είναι έννοια ελαστική και ασφυκτική που πρέπει να τη φοβάσαι.

Ηρθε και γέμισε το Θέατρο Λυκαβηττού για τον Μόρισεϊ. Αναμενόμενο ήταν. Ελάχιστες οι συναυλίες που γίνονται φέτος, θα πήγαινε ο κόσμος. Και ας είχε τη ζέστη τη μεγάλη. Κι ας έχει και ανηφόρα το πρόγραμμα. Η λέξη «ταλαιπωρία» ήταν… γραμμένη στο εισιτήριο.

Αυτό που δεν ήταν γραμμένο στο εισιτήριο (των 35 ευρώ – σε τέτοιες εποχές δεν το λες φτηνό) ήταν πως δεν σου εξασφάλιζε ότι θα μπορείς να βλέπεις τον καλλιτέχνη στη σκηνή και – κυρίως – ότι δεν θα ταλαιπωρηθείς αγρίως. Ουρές για μπεις στο Θέατρο και μέσα το αδιαχώρητο. Δεν σου εξασφάλιζε επίσης κανείς το νερό που θα πιεις στη ζέστη, αφού στην είσοδο άνοιγαν τα μπουκαλάκια μη τυχόν και τα πετάξεις στη σκηνή και μετά θα έπρεπε να περιμένεις στο μπαρ για να αγοράσεις άλλα (το ανέκδοτο της βραδιάς αυτό).

Εδώ, όμως, όταν εξαντλούνται τα εισιτήρια σημαίνει πως θα εξαντληθεί και ο θεατής. Κάτω από τις προχθεσινές συνθήκες «έλειωνε» ο άνθρωπος. Επεφτε το σπρώξιμο της αρκούδας μέσα κι έξω. Και αλλού εξαντλούνται τα εισιτήρια (πολύς κόσμος έχει ταξιδέψει στο εξωτερικό και ξέρει) αλλά δεν σημαίνει πως δεν χωράει ούτε κουνούπι! Εχεις πληρώσει για το εισιτήριό σου; – θα δεις αυτό για το οποίο έχεις πληρώσει.

Και αυτά με μια μαύρη ιδέα πάνω από το κεφάλι σου. Αντέχει γερά το Θέατρο του Λόφου που είχε κλείσει και καιρό για να συντηρηθεί; Aντέχει; Και στο πόσο sold out να αρχίσουμε να ανησυχούμε;

Οσοι κατάφεραν να χαλαρώσουν και να απολαύσουν τον Μόρισεϊ, πάντως, πέρασαν – λέει – καλά.