Το φωτογραφικό στιγμιότυπο της εποχής αποτυπώνει τον γύρο θριάμβου του σημαιοφόρου πλέον Σπύρου Λούη στο Καλλιμάρμαρο μετά την επιτυχία του στον μαραθώνιο δρόμο.

490 χρόνια προ Χριστού, Σεπτέμβρης ήταν κατά τον Ηρόδοτο, πέρσες πεζοναύτες, κατά τη σημερινή ορολογία, αποβιβάζονται στην ακτή του Μαραθώνα. Ο στρατηγός Μιλτιάδης και ο επικίνδυνος βάλτος της περιοχής τούς περιμένουν με τις αγκάλες ανοιχτές. Οι βάρβαροι αποδεκατίζονται. Και εκεί σε κάποια γωνιά η Ιστορία έχει διαλέξει έναν αμούστακο οπλίτη για να τον περάσει στις σελίδες της αθανασίας… εξοντώνοντάς τον. Ο Φειδιππίδης διατάσσεται από τον Μιλτιάδη να τρέξει και να αναγγείλει στους Αθηναίους τη νίκη. Ο ημεροδρόμος Φειδιππίδης περνάει στον θρύλο αφήνοντας την τελευταία του πνοή στην Ακρόπολη αναφωνώντας: «Νενικήκαμεν». Ετσι γεννήθηκε ο μαραθώνιος δρόμος. Στο πολύπτυχο της Ιστορίας κρύβονται τα μεγαλύτερα ψεύδη και χάνονται οι τραγικότερες αλήθειες. Ο Ηρόδοτος «ξέχασε» να γράψει για τον Φειδιππίδη, τον θυμήθηκε όμως ο μύθος και του άνοιξε το παράθυρο στην αθανασία.

Ο Σπύρος Λούης ήταν αληθινός, προσ-γειωμένος και ταπεινός (μέχρι που αποθεώθηκε στην παρέλαση του ναζιστικού καθεστώτος στο Βερολίνο), ώσπου τον βρήκε ο δικός του μύθος σε μια γωνιά στο Μαρούσι. Πριν από τον μύθο όμως τον είχε ανακαλύψει ο συνταγματάρχης Παπαδιαμαντόπουλος, στον οποίο υπηρετούσε ο Λούης και μάλλον του έκανε ταχύτατες εξυπηρετήσεις. Κάτι σαν τα σημερινά κούριερ… Ο συνταγματάρχης τον έμπασε… από το παράθυρο στους αθλητές του μαραθωνίου και εκείνος άνοιξε μόνος διάπλατα την πόρτα της αιωνιότητας!

Ετσι για την ιστορία, μιας και μας δάγκωσαν τα γρανάζια της, να πούμε ότι πολλοί φοβήθηκαν με την ιδέα ενός μαραθωνίου δρόμου 42 χιλιομέτρων στις ζεστές καιρικές συνθήκες του 1896. Αντε να σου πέσει ξερός κανένας «Φειδιππίδης» και πού να τον τρέξεις; Εγινε λοιπόν δοκιμαστικός μαραθώνιος καταχείμωνο (οι αγώνες άρχισαν τον Απρίλιο) με δύο εθελοντές «ημεροδρόμους». Ο ένας ακόμη αγνοείται, ο άλλος εμφανίστηκε στην Αθήνα ένα ράκος, ώρες μετά, αλλά ζωντανός. Αυτό ήταν: ο μαραθώνιος έγινε θεσμός. Η διαδρομή κόντυνε κατά περίπου δύο χιλιόμετρα. Σαράντα χιλιόμετρα για να φυλάμε τα νώτα μας από απρόοπτα και η μέρα διεξαγωγής ορίστηκε στις 9 Απριλίου το μεσημέρι. Ο καιρός ήταν ζεστός και υγρός και από τους 30 δρομείς οι πέντε το είχαν ξανασκεφτεί και χειροκρότησαν αυτούς που το είχαν αποφασίσει. Στην αφετηρία πλάι στο γεφυράκι όπου σήμερα περνάει η Λεωφόρος Μαραθώνος στάθηκαν 25 αθλητές, κατ’ άλλους ιστορικούς 17, από τους οποίους οι τέσσερις ξένοι. Δόθηκε η εκκίνηση και το ταξίδι άρχισε. Πλάι στους αθλητές έφιπποι στρατιώτες επέβλεπαν αλλά και ποδηλάτες και ντόπιοι τσομπάνηδες και πιτσιρικαρία και σκυλιά από διπλανές στάνες τούς είχαν πάρει στο κατόπι. Σωστό πανηγύρι. Ο Λούης είχε χαθεί στο πλήθος και στην αντάρα ώσπου ο κουρνιαχτός κατακάθισε και ο ήρωας των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων τίναξε τη σκόνη από το πρόσωπό του, με τα δάχτυλά του έφερε πίσω το πλούσιο μαλλί του, έστριψε το μουστάκι του αγκάθα, έσιαξε τις πτυχές της φουστανέλας του και μπήκε δαφνοστεφανωμένος στο Πάνθεον των αθανάτων. Οι λεπτομέρειες της νίκης και της διαδρομής χάνονται στις στροφές της Μαραθώνος και στις ατέλειωτες ευθείες του χρόνου. Οι πάντα ζηλόφθονοι έριξαν τη λάσπη τους σε μια λαμπερή επιτυχία. Είπαν κάποιοι ότι ο Λούης έπινε τα κρασιά του στο Πικέρμι όταν οι άλλοι ξεκινούσαν από τον Μαραθώνα! Κάποιοι άλλοι τον «είδαν» πάνω σε κάρο να προσπερνά ωσάν άλλος Μπεν Χουρ τους συναθλητές του, από τα χωράφια. Οι πιο κακεντρεχείς επισήμαναν ότι ο Μαρουσιώτης τερμάτισε στο στάδιο ξεκούραστος. Και ο κύκλος της κακίας έκλεισε με το γνωστό επιμύθιο: είδες που στα ‘λεγα, ούτε που ξανάτρεξε από τότε ο μπάρμπα Σπύρος…

Ο,τι και να έγινε τότε, ο Λούης έγινε «Λούης» και τρέχει ακόμη στις συνειδήσεις των Ελλήνων που ιδροκοπούν αδιαλείπτως για τα προς το ζην. Ο Λούης μάλιστα μας επισκέφτηκε πρόσφατα με ένα σκονισμένο κύπελλο στο χέρι, υπενθυμίζοντάς μας πως φτωχύναμε τόσο ώστε τα κειμήλια της Ιστορίας μας αβασάνιστα να τα βγάζουμε στο σφυρί και στην αδηφάγο δημοσιότητα. Η φωτογραφία του νερουλά από το Μαρούσι επικολλήθηκε στο άλμπουμ των πρωταγωνιστών με τη σκιά του χρόνου πια να σκοτεινιάζει τη μνήμη και να αλλοιώνει την αλήθεια.