Επειτα και από την ολοκλήρωση της δεύτερης εκλογικής διαδικασίας, οι πολίτες παραδίδουν πλέον τη σκυτάλη στις πολιτικές ηγεσίες για να αναλάβουν τα καθήκοντά τους στο πλαίσιο του Συντάγματος με σκοπό τη συγκρότηση κυβέρνησης. Δεν θα πρέπει, ωστόσο, οι ηγεσίες να εξαντληθούν στις διαδικαστικού χαρακτήρα ενέργειες που προβλέπονται από το Σύνταγμα, ούτε όμως στις αριθμητικού χαρακτήρα συζητήσεις σχετικά με την εκπλήρωση του κριτηρίου της απόλυτης πλειοψηφίας στη νέα Βουλή.

Αντιθέτως, οι πολιτικές ηγεσίες οφείλουν να στραφούν στην εξασφάλιση ισχυρής νομιμοποίησης στο πολιτικό σύστημα μέσω της υπεύθυνης ανάληψης των ρόλων της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης, της αποσαφήνισης δηλαδή του εκτελεστικού σώματος που λαμβάνει αποφάσεις, καθώς και του κοινοβουλευτικού σώματος, το οποίο ελέγχει τις αποφάσεις αυτές και την προτεινόμενη νομοθεσία.

Το αποτέλεσμα της 17ης Ιουνίου δεν προσφέρεται για αυτονόητες απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα. Κατά συνέπεια, ήρθε η στιγμή κατά την οποία οι ηγεσίες, αφού αρχειοθετήσουν πλέον όλες τις προεκλογικές τακτικές προσέλκυσης ψηφοφόρων, πρέπει να τοποθετηθούν υπεύθυνα έναντι των υποστηρικτών τους, αλλά και του εκλογικού σώματος συνολικά, σχετικά με το ζήτημα της διακυβέρνησης της χώρας.

Τώρα ξεκινά ο πραγματικός διάλογος για ένα κυβερνητικό πρόγραμμα που θα συναρθρώσει τις στοχοθεσίες των επιμέρους κυβερνητικών προγραμμάτων των κομμάτων, τόσο αυτών που θα αναδειχθούν κυβερνητικοί εταίροι όσο και εκείνων που θα αναλάβουν τον ρόλο της αντιπολίτευσης. Αυτή είναι μια απαραίτητη συνθήκη, προκειμένου να διασφαλισθεί η νομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος η οποία αδιαμφισβήτητα έχει φθάσει σε ιστορικά χαμηλά.

Μία πιθανή, αλλά γενικευτική ερμηνεία του αποτελέσματος είναι ότι η λαϊκή εντολή περιλαμβάνει πολλά και διαφορετικά μηνύματα: ουσιαστικών αλλαγών στις λειτουργίες της κυβέρνησης και των κομμάτων όπως τα γνωρίζαμε έως σήμερα, παραμονής στην ευρωζώνη και τις διαδικασίες ευρωπαϊκής ενοποίησης, διαπραγμάτευσης των όρων του Μνημονίου οι οποίοι λειτουργούν ανασταλτικά για την ανάκαμψη και οδηγούν στην ανεργία και τη φτώχεια μεγάλα τμήματα του πληθυσμού.

Για να εκφραστούν τα παραπάνω σε ένα συνεκτικό κυβερνητικό πρόγραμμα με εξειδικευμένους και μετρήσιμους στόχους, τα κόμματα που θα λάβουν εντολή σχηματισμού κυβέρνησης οφείλουν να επιδιώξουν την ευρύτερη δυνατή συναίνεση. Αν οχυρωθούν πίσω από μια παραταξιακή ερμηνεία του αποτελέσματος ή επιμείνουν στον προεκλογικό τους λόγο, τα κόμματα θα χάσουν μια σημαντική ευκαιρία αποκατάστασης μιας ουσιαστικής σχέσης αντιπροσώπευσης με τους πολίτες.

Μια τέτοια εξέλιξη θα έλθει σε ρήξη με τις τάσεις και τη στάση του εκλογικού σώματος, το οποίο αύξησε σημαντικά τη συμμετοχή του, στράφηκε κατά κόρον στα επτά κόμματα της απερχόμενης Βουλής και συσπειρώθηκε γύρω από τους δύο πρώτους αντιμαχόμενους πολιτικούς σχηματισμούς. Η διαμάχη Κεντροδεξιάς – Αριστεράς δεν οδήγησε σε καμία περίπτωση σε παρεκτροπές και εντάσεις μεταξύ των υποστηρικτών των δύο πλευρών, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες ορισμένων στελεχών, εξέλιξη που μπορεί να θεωρηθεί ως εξαιρετικά θετική για τα χρονικά της ελληνικής πολιτικής.

Κατά συνέπεια, οι κομματικές ηγεσίες ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να αναζητήσουν προσχήματα για μια κλιμάκωση της πολιτικής διαμάχης. Η ΝΔ θα ωφεληθεί αν κατανοήσει το αίτημα ριζοσπαστικών αλλαγών, αμφισβήτησης του παλαιοκομματισμού και κοινωνικής δικαιοσύνης που σε σημαντικό βαθμό εκφράστηκε μέσω της ψήφου στον ΣΥΡΙΖΑ. Σε ιδεολογικό επίπεδο πρέπει να αποκατασταθεί η εγγύτητά της προς το χώρο του Κέντρου και του πολιτικού φιλελευθερισμού, γιατί αυτό επιτάσσει η ανάγκη της συγκρότησης κυβέρνησης, αλλά και η χάραξη της διαχωριστικής γραμμής προς τους σχηματισμούς της λαϊκιστικής και της εξτρεμιστικής Δεξιάς.

Μεγάλη είναι και η ευθύνη που αναλογεί στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία οφείλει να κατανοήσει εις βάθος τις ιδεολογικές και πολιτικές παραμέτρους του κόμματος που προέκυψε στις εκλογές της 17ης Ιουνίου. Το ένα τέταρτο του εκλογικού σώματος που υπερψήφισε τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα αντιπροσωπευθεί με τους τρόπους και τη ρητορική του κόμματος αυτού όπως ίσχυαν έως το 2011. Αν αναλάβει τα καθήκοντα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν μπορεί να αμφισβητεί τη νομιμοποίηση της κυβέρνησης, του κράτους και της διοίκησης, επειδή διαφωνεί με το κυβερνητικό πρόγραμμα.

Το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ αναδέχονται τον ρόλο του kingmaker, αλλά τα ποσοστά τους δεν τους επιτρέπουν έναν παρεμβατικό ρόλο στα κυβερνητικά δρώμενα κατά τρόπο που θα οδηγήσει σε πολιτική αστάθεια.

Τέλος, με τις δύο εκλογικές αναμετρήσεις έκλεισε οριστικά ο κύκλος της ex post facto λογοδοσίας των κομμάτων και αρχίζει ο νέος κύκλος παραγωγής πολιτικής και αποτελεσμάτων διακυβέρνησης για την ανάταξη της χώρας, στον οποίο είναι βέβαιον ότι θα κριθούν τόσο οι συμπολιτευόμενες όσο και οι αντιπολιτευόμενες ηγεσίες.

Ο Μάνος Παπάζογλου είναι λέκτορας Πολιτικών Συστημάτων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. (Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Σύγχρονη πολιτική ηγεσία. Κρίση και νέα θεμέλια διακυβέρνησης, εκδ. Παπαζήση)