Ποιο θα είναι το κράτος που θα λειτουργεί τη 18η Ιουνίου; Το ερώτημα αυτό περιστρέφεται στις συζητήσεις των πολιτών και διατυπώνονται διαφορετικές απόψεις, σύμφωνα με την ιδεολογική σκοπιά και την προσωπική κατάσταση ή τις προοπτικές που έχει κάθε ένας.

Θα είναι το κράτος χρεοκοπημένο ή απαλλαγμένο από τις δανειακές συμβάσεις, κράτος δικαίου ή οχλοκρατίας, θα έχει κυβέρνηση «προοδευτική» ή «νεο-παλαιοκομματισμού», το νόμισμά του θα είναι δραχμή ή ευρώ, θα είναι εθνικά κυρίαρχο ή γεωστρατηγικά υποβαθμισμένο, θα επικρατεί κοινωνικό χάος ή αυταρχισμός, θα έχει ένα νέο κομματικό σύστημα ή θα εξακολουθεί να λειτουργεί με τις φθίνουσες εφεδρείες του, η οικονομία θα είναι σε ύφεση ή σε ανάκαμψη; Ο κατάλογος των ερωτημάτων μπορεί να συνεχιστεί με πολλά και διαφορετικά ερωτήματα.

Θα μπορούσε, άραγε, η πολιτική να προσλάβει τα χαρακτηριστικά μιας οιονεί συντακτικής διαδικασίας; Κατά τη γνώμη μου ναι, στον βαθμό που οι προσεχείς εκλογές θα διαμορφώσουν μία λαϊκή εντολή για την πολιτική διαχείριση ζητημάτων, η έκβαση των οποίων θα έχει άμεση επίδραση στο σύνολο του εκλογικού σώματος και σε κάθε πολίτη ξεχωριστά. Κατά συνέπεια, για ψηφοφόρους της Δεξιάς και της Αριστεράς, κυνικούς και συνειδητοποιημένους, το διακύβευμα των εκλογών αφορά τον πυρήνα της πολιτικής διαδικασίας, δηλαδή τη λειτουργία του κράτους. Αυτό είναι το ουσιαστικό αντικείμενο της πολιτικής διαμάχης μεταξύ των κομμάτων και όχι απλώς το ζήτημα υπέρ ή κατά τού (υπό αναθεώρηση) Μνημονίου.

Στον δρόμο προς το παραβάν θα πρέπει, λοιπόν, να συλλογιστούμε τη μορφή και τις λειτουργίες του κράτους που επιθυμούμε να θεμελιωθεί σταδιακά από τη νέα κυβέρνηση. Ο πολίτης μπορεί να διαδραματίσει έναν ουσιαστικό ρόλο με τις επιλογές και τη στάση του. Αυτό, βεβαίως, συνεπάγεται την απεξάρτησή του από το πρότυπο της τηλεοπτικοποιημένης πολιτικής και των παρενεργειών της – τους δημοσιογράφους-ερμηνευτές, τους πολιτικούς-ατακαδόρους, το γενικότερο σκηνικό πολιτικού θεάματος εις βάρος της ουσίας.

Παρά την κρίση εμπιστοσύνης του πολιτικού συστήματος και την πασίδηλη αμφισβήτηση των πολιτών προς τα κυρίαρχα κόμματα, νομίζω ότι δεν έσπασε το κυρίαρχο πλέγμα που αποδυναμώνει κάθε δυνατότητα αναστοχαστικής προσέγγισης της πολιτικής. Οι πολιτικές ηγεσίες εξακολουθούν με όρους λαϊκισμού να προσελκύουν υποστηρικτές (υποσχέσεις/φόβος), τα κόμματα δημοσιοποιούν προγράμματα τα οποία ουδέποτε τέθηκαν σε κάποια μορφή εσωτερικής διαβούλευσης, η δημοσιογραφία εξακολουθεί να επιδιώκει τη θορυβώδη και ρηχή ενημέρωση, ενώ δεν μπορεί να περιορίσει με ελάχιστους όρους δεοντολογίας τον χώρο του Διαδικτύου.

Νομίζω ότι η προηγούμενη εβδομάδα μάς προσέφερε μια πρώτη εικονοποίηση του κράτους στο οποίο κινδυνεύουμε να οδηγηθούμε: ασθενείς χωρίς φάρμακα, κλοπές και αυτοδικία, διάλογος με χρήση βίας, κόμματα χωρίς ουσιαστικές αντιπροσωπευτικές λειτουργίες, γενικευμένη ανασφάλεια των πολιτών και απομόνωση της χώρας.

Μήπως θέλουμε τη μορφή ενός κράτους που έχει τα χαρακτηριστικά του μυθολογικού τέρατος, του απολυταρχικού κράτους το οποίο, σύμφωνα με τον κλασικό πολιτικό φιλόσοφο Χομπς, διασφαλίζει τα αγαθά των πολιτών εναντίον των απειλών που δέχονται σε έναν πόλεμο όλων εναντίον όλων. Ωστόσο, το τίμημα είναι ότι κάθε πολίτης μεταφέρει στο κράτος αυτό το σύνολο των δυνάμεών του, δίχως να μπορεί να το αμφισβητήσει. Μάλλον δεν είναι η φυσιολογική εξέλιξη έπειτα από συνθήκες ώριμης δημοκρατίας.

Θα πρέπει να ξεκινήσουμε μια αυτόνομη πορεία κράτους και πολιτικών με συνταγές που ανήκουν στη δεκαετία του ’70, αλλά δεν εφαρμόστηκαν σωστά; Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική γιατί το κεκτημένο της ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι εξαιρετικά ισχυρό, ενώ οι απώλειες θα είναι εξαιρετικά μεγάλες εάν απέχουμε από τα επόμενα βήματα και τους στόχους της Ευρώπης των «27».

Κατά την άποψή μου, το κράτος της 18ης Ιουνίου πρέπει να έχει ισχυρά θεσμικά αντίβαρα στις τάσεις πολιτικής κυριαρχίας και διαφθοράς, θεσμούς ουσιαστικής συμμετοχής των πολιτών στα κόμματα, την κυβερνητική και αντιπροσωπευτική λειτουργία, οι ηγεσίες να μπορούν να εξισορροπούν δημοκρατικά και αποτελεσματικά τις λειτουργίες τους σε επίπεδο κυβέρνησης και κόμματος, προγράμματα μεσοπρόθεσμης κυβερνητικής στρατηγικής να υποστηρίζονται από ισχυρή πολιτική και κοινωνική συναίνεση, η διάσταση της βιωσιμότητας να καθοδηγεί κάθε επίπεδο λήψης πολιτικών αποφάσεων, το κράτος πρόνοιας να λειτουργεί με όρους προστασίας των πραγματικά ασθενέστερων και να αποκρούει τις τακτικές των προσοδοθήρων και των τζαμπατζήδων, να εμπεδωθούν η ανεκτικότητα, η προστασία των μειοψηφιών και ο κοινωνικός πλουραλισμός, να εδραιωθεί η χρήση εκλογικευμένων επιχειρημάτων για την έκφραση της διαφωνίας, να επικρατεί αξιοκρατία και ισότιμη μεταχείριση των πολιτών, η πολιτική ανυπακοή να εκφράζεται με μη βίαια, πολιτικά μέσα και να αφορά τεκμηριωμένες περιπτώσεις παραβίασης των ελευθεριών και της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Το αποτυχημένο κράτος, το κράτος Λεβιάθαν, το ομφαλοσκοπικό κράτος δεν αποτελούν επιθυμητές επιλογές. Πρέπει λοιπόν να συλλογιστούμε και, κυρίως, να θεμελιώσουμε το νέο κράτος με τους καλύτερους όρους δημοκρατίας που επικρατούν στην Ευρώπη. Ποιος είναι ο πολιτικός φορέας που θα αναλάβει ένα τέτοιο περίγραμμα θέσεων για το νέο κράτος; Κατά τη γνώμη μου, αν συμφωνήσουμε ότι εισερχόμαστε σε μια οιονεί συντακτικού χαρακτήρα φάση του πολιτικού συστήματος, είναι αυτονόητο ότι αναλογεί λόγος και ευθύνη σε κάθε κοινοβουλευτική ομάδα της νέας Βουλής, στις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και στον κάθε έναν πολίτη ξεχωριστά. Οι επόμενες γενιές θα κρίνουν αν πετύχουμε κάτι ανάλογο με το 1864, το 1910, το 1974 ή, αντιθέτως, αν οδηγηθήκαμε πίσω στο 1922, το 1935 και το 1967.

Ο Μάνος Παπάζογλου είναι λέκτορας Πολιτικών Συστημάτων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Σύγχρονη πολιτική ηγεσία. Κρίση και νέα θεμέλια διακυβέρνησης» (Εκδ. Παπαζήση)