Οι στρατηγικές για την υπέρβαση της ευρωπαϊκής κρίσης που επικεντρώνονται μόνο στη συλλογική λιτότητα δεν λειτουργούν. Βασίζονται σε λάθος μαθηματικά, χειρότερα οικονομικά και αγνοούν τα μαθήματα της Ιστορίας. Για τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Προοδευτικών Μελετών (FEPS), αλλά και κορυφαίους οικονομολόγους σαν και αυτούς που πρόσφατα συγκεντρώθηκαν στη Ρώμη για να προτείνουν μια εναλλακτική πολιτική, ένα βασικό συστατικό που λείπει είναι η επείγουσα αποκατάσταση της ανάπτυξης, γεγονός που οι ευρωπαίοι πολίτες απαιτούν και αρκετοί ηγέτες επισημαίνουν. Παρ’ όλα αυτά, δεν έχουν ακόμη προβεί σε σημαντικές ενέργειες ώστε να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων.

Ενας συγκεκριμένος τρόπος για να τονωθεί η ευρωπαϊκή ανάπτυξη θα ήταν να αυξηθεί σημαντικά η δανειοδότηση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) προκειμένου να χρηματοδοτήσει αυξανόμενες επενδύσεις, ιδιαίτερα, αλλά όχι μόνο, στις χώρες που υποφέρουν περισσότερο από την κρίση. Η ενίσχυση των επενδύσεων θα συμβάλει στην αναδιάρθρωση αυτών των οικονομιών με βιώσιμα έργα και θα τις κάνει πιο ανταγωνιστικές, ενώ θα έχει και θετικά μεσοπρόθεσμα αποτελέσματα στην παραγωγικότητα. Στο βραχυπρόθεσμο μέλλον θα συνεισφέρει στην αύξηση της συνολικής ζήτησης σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη, στην τόνωση της ανάπτυξής τους και στη δημιουργία θέσεων εργασίας.

Κύριο πλεονέκτημα αυτής της πρότασης είναι ότι με σχετικά περιορισμένα κρατικά κονδύλια επηρεάζει εξαιρετικά την επενδυτική δραστηριότητα, την ανάπτυξη και την εργασία λόγω μόχλευσης. Ενα δεύτερο πλεονέκτημα είναι ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ένα ήδη υπάρχον επιτυχημένο όργανο της ΕΕ, η ΕΤΕπ. Τα μέτρα μπορούν έτσι γρήγορα να τεθούν σε εφαρμογή.

Υπάρχουν δύο πολλά υποσχόμενοι δρόμοι για την επίτευξη πολλαπλασιαστικών επιδράσεων χρησιμοποιώντας περιορισμένους κρατικούς πόρους. Ο πρώτος είναι η μόχλευση του προϋπολογισμού της ΕΕ. Ενα πολύ μικρό ποσό (σε σχέση με τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό), ίσο με €5 δισ. τον χρόνο, θα μπορέσει να χρησιμοποιηθεί για αποθεματικό κινδύνου (risk buffer), επιτρέποντας στην ΕΤΕπ να δανείζει επιπλέον €10 δισ. ετησίως για τη χρηματοδότηση έργων υποδομών (ομόλογα έργου) και στήριξη της καινοτομίας. Η έκδοση ομολόγων έργου θα σήμαινε ότι το 25% του έργου θα χρηματοδοτούνταν από ιδιώτες, η ΕΤΕπ θα χρηματοδοτούσε ένα άλλο 25%, με μεσαίου κινδύνου τάξη (mezzanine tranche), ενώ το υπόλοιπο θα επενδυόταν από συνταξιοδοτικά ταμεία και ασφαλιστικές εταιρίες. Οσον αφορά τη μεσαίου κινδύνου τάξη, η συνεισφορά της Ευρωπαϊκής Ενωσης θα κάλυπτε το ήμισυ του ρίσκου που θα αναλάμβανε η ΕΤΕπ. Συνεπώς, τα €5 δισ. από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό θα οδηγούσαν στα €10 δισ. από την Ευρωπαϊκή Επενδυτική Τράπεζα και τελικά στη χρηματοδότηση έργων της τάξεως των €40 δισ. ετησίως.

Ο δεύτερος δρόμος περνά από την ενίσχυση του κεφαλαίου της ΕΤΕπ από τα κράτη- μέλη της ΕΕ. Μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό (5%) του κεφαλαίου πρέπει να καταβληθεί. Ετσι αν αυτό το κεφάλαιο διπλασιαστεί, θα χρειαστούν μόνο €11,6 δισ. από το σύνολο των κρατών-μελών. Οι οίκοι αξιολόγησης αποδέχονται μόχλευση €8 δισ. για να διατηρήσει η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων την ΑΑΑ αξιολόγησή της. Ως εκ τούτου, μια τέτοια συμμετοχή κοντά στα €12 δισ. θα δώσει τη δυνατότητα στην ΕΤΕπ να αυξήσει τη δανειακή της δραστηριότητα στα €95 δισ., κάτι που αποτελεί έναν εντυπωσιακό πολλαπλασιαστή. Αν, λοιπόν, αυτή η επιπρόσθετη χρηματοδότηση κατανεμηθεί στα επόμενα τέσσερα χρόνια, επιπλέον €10 δισ. θα δοθούν το 2012, ακόμη €35 δισ. σε μορφή δανείων το 2013 και άλλα €35 δισ. ετησίως για το 2014 και για το 2015. Επειδή η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων συνηθίζει να συγχρηματοδοτεί το 50% των έργων, με τον ιδιωτικό τομέα και άλλους να συνεισφέρουν το υπόλοιπο 50%, αυτός ο δρόμος οδηγεί σε επιπρόσθετη επένδυση της τάξεως των €190 δισ.

Σε αυτό το πρόγραμμα που προβλέπει σημαντικά ενισχυμένη δανειοδότηση από την ΕΤΕπ θα μπορούσαν να προστεθούν και άλλα κονδύλια από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό σε μεγάλο βαθμό μέσα από αχρησιμοποίητους πόρους των Ευρωπαϊκών Διαρθρωτικών Ταμείων μέχρι το τέλος του 2013. Συμπληρωματικοί πόροι θα μπορούσαν εύκολα να διατεθούν για την ανάπτυξη από τον νέο προϋπολογισμό της ΕΕ από το 2014 με €25 δισ. ετησίως.

Συνολικά, η πρόσθετη χρηματοδότηση από την ΕΤΕπ και την ΕΕ, που θα διατεθεί για την ανάπτυξη θα μπορούσε να αγγίξει τα €35 δισ. το 2012 και να φτάσει στα €60 δισ. ετησίως την περίοδο 2013-2015. Οι πόροι για το 2013-2015 θα αντιστοιχούν σε περίπου 0,5% του ετήσιου ΑΕΠ της ΕΕ. Καθώς θα διατίθενται για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων και την αύξηση του κεφαλαίου κίνησης για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, θα έχει σημαντικές επιπτώσεις για την ανάπτυξη και την απασχόληση της ΕΕ. Είναι ενδιαφέρον ότι η χρηματοδότηση αυτή, με συνολικό εύρος σχεδόν 2% του ΑΕΠ της ΕΕ, θα είναι παρόμοια, αν και κάπως μικρότερη, με εκείνη του Σχεδίου Μάρσαλ. Ας ελπίσουμε ότι θα συμβάλει επίσης στη σημαντική ανανέωση της δυναμικής ανάπτυξης στην Ευρώπη.

Είναι εφικτό αλλά και επείγον να δημιουργηθεί ένα αξιόπιστο πρόγραμμα επενδύσεων αυτού του μεγέθους και να δοθεί μια ώθηση στην ανάπτυξη που θα οδηγήσει την Ευρώπη προς τα εμπρός.

Εχουμε υπολογίσει το αντίκτυπο που θα μπορούσε να έχει ένα τέτοιο πρόγραμμα για την ανάπτυξη και την απασχόληση στην ΕΕ για το 2013 και το 2014 με τη βοήθεια του διεθνούς μακροοικονομικού μοντέλου HEIMDAL. Χρησιμοποιούμε συντηρητικές υποθέσεις για τις επιπτώσεις στις επενδύσεις, για το ήμισυ των πρόσθετων πόρων της ΕΤΕπ και της ΕΕ το 2013 και 2/3 για το 2014. Υποθέτουμε, επίσης ότι οι πλέον πληγείσες χώρες (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία και Ιταλία) θα λάβουν το μεγαλύτερο μέρος των πόρων.

Το μοντέλο δείχνει ότι ένα τέτοιο πρόγραμμα θα οδηγούσε σε μια κατ’ ελάχιστον πρόσθετη αύξηση του μέσου ΑΕΠ της ΕΕ σχεδόν κατά 0,6% σε δύο χρόνια. Επιπλέον, θα δημιουργηθούν περισσότερες από μισό εκατομμύριο θέσεις εργασίας ήδη από το 2013, με συσσωρευμένη επιπλέον αύξηση των θέσεων εργασίας στην ΕΕ που θα υπερβαίνει τις 1,2 εκατ. μέχρι το 2014. Οι προτάσεις μας προσφέρουν έναν συγκεκριμένο, εφικτό και οικονομικά αποδοτικό τρόπο για να γίνει ακριβώς αυτό. Εναπόκειται στους ευρωπαίους ηγέτες στην επόμενη Σύνοδο Κορυφής να λάβουν τέτοια ή παρόμοια μέτρα σε επαρκή κλίμακα και με την απαιτούμενη ταχύτητα όπως η δύσκολη κατάσταση απαιτεί.

Η Στέφανι Γκρίφιθ-Τζόουνς είναι διευθύντρια Χρηματοπιστωτικών Αγορών στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και ο Ματίας Κόλατζ-Αχνεν είναι πρώην αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.

http://www.feps-europe.eu/