Γεννήθηκε στο Δουβλίνο και μεγάλωσε στη βρετανική επαρχία. Οταν ήταν μικρή, ο πατέρας της – που τότε εργαζόταν ως στέλεχος σε χαλυβουργική εταιρεία – της δίδαξε να εκτιμά την ομορφιά της φύσης. Την έπαιρνε μαζί του σε μακριές πεζοπορικές διαδρομές στην περιοχή του Σέφιλντ. Η ελληνίδα μητέρα της Χρυσσή, αντιθέτως, περνούσε πολλές ώρες στο γραφείο. Εργαζόταν ως σχεδιάστρια μόδας διατηρώντας τη δική της μπουτίκ με χειροποίητα ρούχα. Η Τζούλια Μπράντμπερι συνδύασε αυτά τα δύο – το λάιφσταϊλ με τα ταξίδια – στην τηλεόραση καταφέρνοντας να συνδέσει το όνομά της με την εξερεύνηση και την περιπέτεια ως ταξιδιωτική ρεπόρτερ για το BBC.

Ως παιδί δεν αγάπησε ποτέ το σχολείο. «Υπήρξε μια περίοδος που είχα πέσει θύμα σχολικού εκφοβισμού, επειδή ήμουν διαφορετική. Ημουν Ελληνίδα. Το δέρμα μου ήταν πιο σκούρο από των άλλων παιδιών και είχα έντονη προσωπικότητα», είχε δηλώσει παλιότερα στην εφημερίδα «Daily Mail». Απoφάσισε να το παρατήσει στα 16. Μετακόμισε στο Λονδίνο μαζί με τη μεγαλύτερη αδελφή της, Τζίνα, και εργάστηκε στον χώρο της διαφήμισης, συνεισφέροντας παράλληλα στην επιχείρηση της μητέρας της.

Δεν σπούδασε ποτέ δημοσιογραφία. Πάντα όμως ονειρευόταν μια καριέρα στη μικρή οθόνη. Η ευκαιρία τής δόθηκε όταν την ανακάλυψε η τηλεοπτική παραγωγός Τζάνετ Στριτ-Πόρτερ. «Ημουν τυχερή, καθώς τότε τα καλωδιακά κανάλια μόλις ξεκινούσαν να εκπέμπουν», είχε πει σε βρετανικό περιοδικό, υποστηρίζοντας πως πλάι στην Πόρτερ διδάχθηκε περισσότερα από όσα θα μπορούσε να μάθει στα έδρανα μιας πανεπιστημιακής σχολής. Το 1997 εργάστηκε ως ανταποκρίτρια στο Χόλιγουντ για το βρετανικό δίκτυο GMTV. Δεν άντεξε την πίεση και επέστρεψε στην Αγγλία έναν χρόνο αργότερα. «Τότε, ήταν που κατανόησα για πρώτη φορά τα μικροπολιτικά της τηλεόρασης. Δεν ήμουν αρκετά αδίστακτη για να επιβιώσω σε εκείνο το περιβάλλον», είχε δηλώσει στην ίδια συνέντευξη.

ΖΩΗ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ. Σήμερα, το βιογραφικό της είναι μακροσκελές και δαιδαλώδες. Οπως οι τηλεοπτικές της περιπλανήσεις για την κρατική βρετανική τηλεόραση. Εχει δηλώσει επανειλημμένα πως ευγνωμονεί την ελληνίδα μητέρα της για τα μεσογειακά της χαρακτηριστικά, που την έκαναν να ξεχωρίσει ως τηλεοπτικό πρόσωπο. Εκείνη με τη σειρά της δεν παύει να την υποστηρίζει, σχεδιάζοντας τα ρούχα που φορά στις εκπομπές της. Το πρόσωπο της Μπράντμπερι συνδέθηκε με το ταξιδιωτικό ρεπορτάζ και την περιπέτεια το 2009. Τότε, στα 38 της, ξεκίνησε να συμπαρουσιάζει την εκπομπή «Countryfile». Εκτοτε για τις ανάγκες των γυρισμάτων έχει ταξιδέψει στα πιο απόμακρα σημεία της βρετανικής υπαίθρου. Το πρόγραμμα προβάλλεται ακόμα από τη συχνότητα του BBC κάθε Κυριακή βράδυ, συγκεντρώνοντας σταθερά 8 εκατομμύρια τηλεθεατές.

Ακολούθησαν δεκάδες μικρές και μεγαλύτερες ταξιδιωτικές σειρές – με δημοφιλέστερο το «Wainwright Walks», όπου ακολούθησε τα βήματα του θρυλικού βρετανού πεζοπόρου Αλφρεντ Γουέινραιτ – αλλά και εκπομπές για τις καταναλωτικές συνήθειες των Βρετανών, όπως το «Kill it, cook it, eat it» («Σκότωσέ το, μαγείρεψέ το, φά’ το»). Για τέσσερις σεζόν οι συμμετέχοντες σε κάθε επεισόδιο καλούνταν να φροντίσουν ζώα σε μια φάρμα, να παρακολουθήσουν τη σφαγή τους και τελικά να μαγειρέψουν το κρέας τους. Σύμφωνα με την εταιρεία που εκπροσωπεί την Μπράντμπερι, σκοπός της εκπομπής ήταν η ενημέρωση και η ευαισθητοποίηση του κοινού σε ζητήματα διατροφής.

Από τις αρχές Μαΐου παρουσιάζει τη νέα και φιλόδοξη σειρά ντοκιμαντέρ του BBC One με τίτλο «Planet Earth Live». Μαζί της ο Ρίτσαρντ Χάμοντ, ένας εκ των τριών παρουσιαστών της διάσημης εκπομπής για το αυτοκίνητο «Top Gear». Η εκπομπή θα προβάλλεται – τρεις φορές την εβδομάδα μέσω της διεθνούς υπηρεσίας του BBC σε 140 χώρες – μέχρι και τις αρχές Ιουνίου. Παρουσιαστές και συνεργεία ταξιδεύουν σε επτά περιοχές του πλανήτη καταγράφοντας τη ζωή μερικών από τα εντυπωσιακότερα ζώα στη Γη, όπως οι ελέφαντες της Κένυας και οι γκρίζες φάλαινες του Ειρηνικού. Αυτές τις ημέρες η ελληνοβρετανίδα δημοσιογράφος βρίσκεται σε γυρίσματα στις ΗΠΑ, ενώ ο συμπαρουσιαστής της στην Αφρική. Παράλληλα με τα μαγνητοσκοπημένα στιγμιότυπα για την καθημερινότητα μιας οικογένειας μαύρων αρκούδων στο φυσικό τους περιβάλλον στα δάση της Μινεσότα, το κοινό έχει τη δυνατότητα να παρακολουθεί την Μπράντμπερι επί το έργον και μέσω απευθείας συνδέσεων.

ΜΗΤΡΟΤΗΤΑ. Πάντοτε ήθελε να αποκτήσει οικογένεια. Ωστόσο, στις πρώτες δεκαετίες της καριέρας της έθετε τη δουλειά της σε προτεραιότητα. Σε ηλικία 33 ετών διαγνώστηκε με ενδομητρίωση, μια παθολογική κατάσταση που θεωρητικά δεν θα της επέτρεπε να αποκτήσει παιδιά. Με τον σημερινό σύντροφό της – τον 53χρονο ιρλανδό κτηματομεσίτη Τζέραλντ Κάνινγκχαμ – είχαν εξετάσει το ενδεχόμενο να υιοθετήσουν κάποιο παιδί. Ωστόσο, η φύση τούς εξέπληξε το 2010, όταν η Μπράντμπερι έμεινε φυσιολογικά έγκυος σε ηλικία 40 ετών. Στην τελευταία εβδομάδα της εγκυμοσύνης της παρουσίασε δείγματα προεκλαμψίας – υπέρταση και σπασμούς – που θα μπορούσαν να αποβούν μοιραία για την ίδια και το μωρό της. Ο γιος τους, Ζέφυρος, γεννήθηκε το περασμένο καλοκαίρι. Ο τοκετός διήρκεσε 33 ώρες. Οκτώ εβδομάδες αργότερα, η ίδια ταξίδευε για τις ανάγκες της εκπομπής της, ενώ συνέχισε να θηλάζει για τους επόμενους έξι μήνες. «Ακούγεται κλισέ, αλλά δεν ήμουν προετοιμασμένη για τη χαρά που νιώθω όποτε κοιτώ το χαμόγελό του τα πρωινά», είπε σε πρόσφατη συνέντευξή της στην «Daily Telegraph». «Είμαι τόσο ευγνώμων για εκείνον, καθώς είμαι μια ώριμη μητέρα και θα μπορούσα να μην τον είχα καν αποκτήσει».

Επίσης δεν θεωρεί την ηλικία επαγγελματικό εμπόδιο. Το ίνδαλμά της άλλωστε είναι ο 86χρονος σερ Ντέιβιντ Ατένμπορο, ο βετεράνος παρουσιαστής και η «φωνή» των ντοκιμαντέρ του BBC. Οπως λέει, φαντάζεται τον εαυτό της να παρουσιάζει μέχρι και την ηλικία των 80. Εχει γίνει, όμως, περισσότερο ευαίσθητη όσον αφορά το ζήτημα των επαγγελματικών διακρίσεων λόγω ηλικίας και εμφάνισης. Οταν διαδέχθηκε την 54χρονη Μίριαμ Ο’Ράιλι στην παρουσίαση του «Countryfile», εκείνη διαμαρτυρόμενη μήνυσε το κανάλι. Σήμερα, στα 41 της, η Μπράντμπερι παραμένει νεανική. Ωστόσο, στοίχημά της δεν είναι η ανοχή του κοινού στην ηλικία, αλλά η εμπιστοσύνη στην ποιότητα.

ΕΙΠΕ

Η τηλεόραση είναι μια ιδιότροπη βιομηχανία. Πρέπει να αποδεχθείς πως θα αναγκαστείς να προχωράς μπροστά για μυριάδες – και όχι πάντα δίκαιους – λόγους