Μία πολυκομματική Βουλή θα αποτελέσει όρο ανανέωσης ή επιδείνωσης της κατάστασης του πολιτικού συστήματος; Τα αποτελέσματα των επικείμενων εκλογών σύμφωνα με τα δημοσκοπικά δεδομένα θα επιτρέψουν την είσοδο στη Βουλή σε πολιτικά κόμματα με εντελώς διαφορετικό προσανατολισμό: κυβερνητικά και διαμαρτυρίας, παραλλαγές της Αριστεράς και της Δεξιάς, αντισυστημικά και συναινετικά.

Οι πρώτες εκτιμήσεις όμως δεν αξιολογούν θετικά την εξέλιξη αυτή, κυρίως γιατί ενδέχεται να υπονομεύσει τα θεμελιώδη στοιχεία της Μεταπολίτευσης: την πολιτική σταθερότητα, τη δομή του κομματικού συστήματος, τους όρους συγκρότησης των κυβερνήσεων.

Είναι σαφές ότι ο κομματικός κατακερματισμός οφείλεται στην έκδηλη αποτυχία διακυβέρνησης από τις κυβερνήσεις που προηγήθηκαν (ανεξαρτήτως των αιτίων αυτής της αποτυχίας) και λόγω της συνακόλουθης οικονομικής κρίσης, καθώς και λόγω των συνεπειών της κρίσης αυτής για ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού.

Ωστόσο, μια άλλη ερμηνεία της κατάρρευσης της εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα που συχνά παραβλέπεται έχει να κάνει με τα σαθρά θεμέλια της σχέσης κομμάτων – πολιτών. Ενα διαχρονικό χαρακτηριστικό της ελληνικής πολιτικής είναι ότι οι κομματικές ηγεσίες αντιμετώπισαν με χρησιμοθηρική διάθεση τους υποστηρικτές τους: ως μηχανισμό πολιτικής επιρροής, ως «στρατό» υποστήριξης, ως παθητικούς δέκτες και αναμεταδότες τόσο της ιδεολογίας όσο και των συνθημάτων. Ταυτόχρονα, οι ηγεσίες, όλες οι ηγεσίες (και της Δεξιάς, και του Κέντρου, και της Αριστεράς) υπήρξαν δύσπιστες προς έναν περισσότερο αυτόνομο ρόλο των υποστηρικτών τους και, για τον λόγο αυτό, επέλεξαν την τακτική του καρότου και του μαστιγίου (π.χ. επιβραβεύσεις με παράδοση κρατικών θέσεων – λαφύρων αλλά και διαγραφές στο όνομα της κομματικής πειθαρχίας).

Η κατάσταση αυτή αποτελεί λοιπόν μία ακόμα ευθύνη και αποτυχία των κομματικών ηγεσιών, την οποία σήμερα χρεώνονται εκλογικά. Ας δούμε κατ’ αρχάς τι συνέβαινε στις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε συγκεντρώσει τις κομματικές και τις κυβερνητικές εξουσίες και η τακτική της πόλωσης υπηρετήθηκε από το πρότυπο του φανατικού (και άκριτου) υποστηρικτή. Ο Κώστας Σημίτης έλεγξε το κόμμα μέσω μιας κυβερνητικής ελίτ, δίχως όμως να καταφέρει να επιφέρει τον ουσιαστικό εκσυγχρονισμό, ούτε να αποφύγει φαινόμενα διαφθοράς. Ο Γιώργος Α. Παπανδρέου, παρά τις επαγγελίες του, δεν προσέδωσε αμεσοδημοκρατικά και συνεκτικά στοιχεία στην ιδεολογία και την κυβερνητική δράση. Αντιστοίχως, στον χώρο της ΝΔ, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δεν κατόρθωσε να εδραιώσει μια φιλελεύθερη πολιτική τάση στο κόμμα, ο Μιλτιάδης Εβερτ συνέτεινε στην ιδεολογική αμφισημία και ο Κώστας Καραμανλής διεύρυνε μεν την απήχηση στο κέντρο, δίχως όμως να αποκρυσταλλώσει μια νέα ιδεολογία, αλλά και χωρίς να διατηρήσει την εκπροσώπηση της δεξιάς τάσης.

Ετσι όπως θεμελιώθηκε η σχέση ηγεσίας – υποστηρικτών δεν είναι να απορεί κανείς πώς οδηγηθήκαμε στην απότομη αποχώρηση Καραμανλή και Παπανδρέου, με αφορμή (και όχι με αιτία) τη σημερινή κρίση. Πρόκειται για σαφέστατη αποτυχία της κομματικής λειτουργίας, η οποία αποκαλύπτει τα όρια των τακτικών κινητοποίησης των πολιτών έως σήμερα. Η έλλειψη «συναλλακτικών» κινήτρων για τους πολίτες, η ρηχή ιδεολογική ταυτότητα των κομματικών σχηματισμών και η απουσία ουσιαστικών δυνατοτήτων συμμετοχής στην κομματική ζωή οδηγεί σε ρήξη ανάμεσα στα κόμματα και τους υποστηρικτές τους.

Το πραγματικό πολιτικό πρόβλημα, κατά συνέπεια, είναι ότι οι άκριτοι και παθητικοί έως πρότινος υποστηρικτές των μεγάλων κομμάτων επιλέγουν κατά κόρον κόμματα με ρηχή και συγκεχυμένη ιδεολογική ταυτότητα. Ως εκ τούτου, και ο κατακερματισμός επαναφέρει σε πολλαπλές εκδοχές το ίδιο πολιτικό πρόβλημα. Αν ισχύσουν τα παραπάνω, τότε η πολιτική παιδεία ηγεσιών και υποστηρικτών αποτελεί πρωταρχικής σημασίας πολιτική προτεραιότητα. Αλλά ποιος είναι σε θέση να αναλάβει τον παιδαγωγικό ρόλο;

Η ουσιαστική αλλαγή του πολιτικού συστήματος θα προέλθει από μια μειοψηφία με ικανότητα κριτικής προσέγγισης της πολιτικής διαδικασίας, η οποία θα απαιτήσει κριτήρια λογοδοσίας και συμμετοχικότητας από τις κομματικές ηγεσίες. Ώς τότε…

Ο Μάνος Γ. Παπάζογλου είναι λέκτορας Πολιτικών Συστημάτων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου