Την εποχή που οι αστέρες του Χόλιγουντ διασκέδαζαν γύρω από το πιάνο θυμάται η Ντέμπι Ρέινολντς. Οταν ο Μίκι Ρούνεϊ, η Λένα Χορν και η ίδια η ηθοποιός έπιαναν τα μικρόφωνα και έστηναν πάρτι.

«Γκλεν Φορντ, Ντικ Βαν Ντάικ, Τζακ Λέμον, Φρανκ Σινάτρα… Ηταν τόσο ξεχωριστοί. Γι’ αυτό και ήταν αστέρια. Είχαν αυτό το “κάτι”», λέει η 79χρονη σήμερα ηθοποιός και τραγουδίστρια που έγινε γνωστή από τον ρόλο της στην ταινία «Τραγουδώντας στη βροχή» πλάι στον Τζιν Κέλι.

«Ηταν απλά υπέροχος», αναφέρει καθώς κοιτάει με νοσταλγία πίσω στο παρελθόν, όταν το Χόλιγουντ ήταν σαν μικρό χωριό. Δεν απογοητεύεται ωστόσο όταν το συγκρίνει με τη σύγχρονη εικόνα του.

«Ο Τζόνι Ντεπ έχει αυτό το κάτι που τον κάνει να ξεχωρίζει. Το ίδιο και ο Μπραντ Πιτ με την Αντζελίνα Ζολί. Πολλοί σύγχρονοι αστέρες είναι εξίσου ταλαντούχοι με τους παλαιότερους», σχολιάζει.

Οι αναμνήσεις μια ζωής ξύπνησαν με αφορμή τη δημοπρασία – στο Μπέβερλι Χιλς – κοστουμιών από κινηματογραφικές επιτυχίες. Με δημιουργίες που φόρεσαν η Μέριλιν Μονρόε (στην ταινία «Οι άντρες προτιμούν τις ξανθιές»), η Τζόαν Κρόφορντ αλλά και ο Φρανκ Σινάτρα. Είναι μέρος μιας συλλογής που ξεκίνησε η ίδια το 1970, όταν τα κινηματογραφικά στούντιο της MGM έβγαλαν στο σφυρί κοστούμια.

«Ηταν άσχημο. Πωλούσαν διάσημα κοστούμια σαν να ήταν αποκριάτικες στολές. Αγόρασα ό,τι πουλούσαν», λέει. Τότε, συνεχίζει, τα χρήματα που έδωσε δεν ήταν πολλά. Αυτά τα κοστούμια σήμερα την κάνουν μερικά εκατομμύρια πλουσιότερη. Εχει ήδη πραγματοποιηθεί μια δημοπρασία μέρους της συλλογής με έσοδα 9,7 εκατ. ευρώ.

Ολα αυτά τα χρόνια προσπάθησε να δημιουργήσει ένα μουσείο κοστουμιών, αλλά δεν τα κατάφερε. Το κόστος της φύλαξης αλλά και διατήρησής τους ήταν μεγάλο. «Ετσι ο γιος και η κόρη μου μού πρότειναν να τα πουλήσω. Θα μου λείψουν».

Η αεικίνητη Ντέμπι Ρέινολντς, που μετρά ήδη 65 χρόνια στον κινηματογράφο και το θέατρο, δεν σταματάει να δουλεύει. Αυτή την περίοδο βρίσκεται στα γυρίσματα της ταινίας «One for the money» και παρουσιάζει τη δική της σόλο παράσταση.«Θα χαλαρώσω όταν γίνω 80 ετών, σε έναν χρόνο δηλαδή», λέει χαμογελώντας. «Θα συνεχίζω πάντως να δουλεύω μέχρι τέλους».