Η ευθεία που οδηγεί στο χωριό Βουλιαράτες, λίγο μετά τα ελληνοαλβανικά σύνορα, μοιάζει ατέλειωτη. Διασχίζει μια ξερή γη που εδώ και χρόνια μαραζώνει στη λήθη. Οι ντόπιοι προτιμούν τα μποστάνια στις αυλές από τα χωράφια. Είναι πιο οικονομικό. Μόλις πατήσεις στο χωριό ο δρόμος σκάει. Παρατημένος κι αυτός όπως και αρκετά σπίτια που με τη μετανάστευση ορφάνεψαν από κατοίκους. Ενα κτίσμα όμως ξεχωρίζει. Τόσο καλοσυντηρημένο που μυρίζεις ακόμα τον ασβέστη. Είναι η εκκλησία της Αγίας Σκέπης στο νεκροταφείο ελλήνων στρατιωτών που σκοτώθηκαν στο Αλβανικό Μέτωπο το ’40.

«Ο ελληνικός στρατός ήρθε εδώ την 1η Δεκεμβρίου», λέει ο Γιώργος Μπάκος, συντηρητής του νεκροταφείου. «Εγινε μια μάχη στο ύψωμα και χάθηκαν 15 παιδιά. Αργότερα στήθηκε νοσοκομείο και όσοι πέθαιναν θάβονταν εδώ». Οι τάφοι φτάνουν τους 58. Και λείψανα περίπου 150 ανδρών αγνώστου ταυτότητος φυλάσσονται σε οστεοφυλάκια. Ενας από τους νεκρούς σκοτώθηκε από φίλια πυρά, άλλος από βλήμα όλμου. Μέχρι και το 1970 ο χώρος συντηρούνταν από τον Δημήτρη Μπάκο. Δύο χρόνια αργότερα όμως το κομμουνιστικό καθεστώς της Αλβανίας αφαίρεσε τους σταυρούς με τα ονόματα από τους τάφους. Οι χωριανοί κράτησαν την κατάσταση με τα στοιχεία των πεσόντων και το ’99 με τη βοήθεια του Αρχιεπισκόπου Τιράνων Αναστάσιου έφτιαξαν το μνημείο. Οι τάφοι σήμερα είναι καλυμμένοι με λευκό μάρμαρο που γυαλίζει στον ήλιο. Κάποιοι από αυτούς έχουν φωτογραφίες των στρατιωτών. Σε έναν, την εικόνα του φαντάρου συντροφεύουν δυο βάζα με λουλούδια. Φρέσκα, από πρόσφατη επίσκεψη συγγενών. Στο εκκλησάκι, σε ένα βιβλίο επισκέπτες αφήνουν με το πέρασμά τους και μια αφιέρωση. «Σας ευχαριστούμε. Η θυσία σας ας γίνει παράδειγμα για τα παιδιά της πατρίδας μας», γράφει η Πηνελόπη Νικολάου από την Αλεξανδρούπολη.

Σε αυτούς τους τάφους, αλλά και σκόρπιοι στα γύρω βουνά, είναι θαμμένοι οι μόνοι πολεμιστές της περιοχής. Η Αλβανία είχε επιτρέψει το ’40 στις ιταλικές δυνάμεις να περάσουν από τα εδάφη της και να εγκαταστήσουν εκεί τα στρατηγεία τους. Στο χωριό Δερβιτσάνη μπορείς να δεις ακόμα τα μπούνκερ εκείνης της εποχής. Χορταριασμένα και σκοτεινά συνυπάρχουν με τις κατοικίες του σήμερα. Θα τα ανακαλύψεις σε αυλές σπιτιών, κρυμμένα πίσω από αποθήκες που έστησαν οι ιδιοκτήτες της γης. Τα χρόνια της πείνας ο ερχομός των Ιταλών στα ελληνόφωνα εδάφη της Βόρειας Ηπείρου σήμαινε για τους ντόπιους δουλειές και ευκαιρίες, όπως αργότερα η εμφάνιση των ελλήνων στρατιωτών γινόταν δεκτή σαν απελευθέρωση. Ο Χρήστος Δέδες, 88 ετών σήμερα, μόλις είχε μπει στην εφηβεία όταν οι Ιταλοί εγκαταστάθηκαν στη Δερβιτσάνη. «Πήγα να βρω δουλειά αν και η μάνα μου δεν με άφηνε. Ημασταν όμως στενά. Χρειαζόμουν χρήματα», θυμάται. Οι Ιταλοί χρησιμοποιούσαν ντόπιους για να υψώσουν τον δρόμο και να διαβούν τα άρματά τους. «Κουβαλούσα χαλίκια με κάρα. Με άφησαν τέσσερις μέρες να δουλέψω και μετά με έπαψαν γιατί ήμουν μικρός. Οταν οπισθοχώρησαν όμως οι Ιταλοί και ήρθαν οι Έλληνες δεν θα ξεχάσω τα πανηγύρια. Τι χαρές κάναμε», λέει.

Η αναζήτηση ευκαιριών για κάποιους δεν σταμάτησε δεκαετίες μετά τη λήξη του πολέμου. Ο γιος της 99χρονης Ευανθίας Δέδε, η οποία είχε φιλοξενήσει τον Γεώργιο Ράλλη στο σπίτι της στη Δερβιτσάνη το ’41, βρέθηκε στην Ελλάδα όταν άνοιξαν τα σύνορα τη δεκαετία του ’90 με μια φωτογραφία του νεαρού Ράλλη με τη στρατιωτική περιβολή. Ηλπιζε ότι με αυτή την εικόνα θα έβρισκε δουλειά. Δεν θέλει να μιλήσει για το αν συναντήθηκαν ή αν τον βοήθησε ο πολιτικός. Σήμερα, είναι συνταξιούχος, αλλά συμπληρώνει τις μηνιαίες απολαβές του εργαζόμενος ως νυχτοφύλακας στην Αθήνα. «Δυσκολεύτηκα, αλλά τα κατάφερα», λέει.

Δείτε το βίντεο από το ρεπορτάζ των «ΝΕΩΝ» στο www.tanea.gr