Αλλάζουν συνήθειες οι έλληνες καταναλωτές και μαζί τους αλλάζει και η αγορά. Η δραματική μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος εξαιτίας των μέτρων λιτότητας και των επίπονων φορολογικών επιβαρύνσεων έχει χτυπήσει τις περισσότερες αγορές καταναλωτικών αγαθών ενώ στρέφει ολοένα και περισσότερους καταναλωτές σε φθηνότερες αγορές, εξέλιξη που έχει γίνει ιδιαίτερα αισθητή στον χώρο της ένδυσης.

Βασικό κριτήριο, πλέον, είναι η προσιτή τιμή των προϊόντων. Και, όπως δηλώνουν οι λιανέμποροι, το οικονομικό στρίμωγμα αλλά και η ανασφάλεια που προκαλούν οι εξελίξεις γύρω από το κούρεμα του ελληνικού χρέους θα εντείνει τη συμπεριφορά αυτή. Ως αποτέλεσμα, οι έλληνες λιανέμποροι προσαρμόζουν την πολιτική τους σε φθηνότερα προϊόντα ενώ πολυεθνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον χώρο του προσιτού ρούχου ενισχύουν τις πωλήσεις τους.

Τα πρώτα σημάδια της στροφής των Ελλήνων σε είδη με προσιτές τιμές είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους το 2008, μετά το ξέσπασμα της διεθνούς οικονομικής κρίσης. Ομως σήμερα η ελληνική αγορά έχει αρχίσει να αποκτά ολοένα και πιο έντονα τα χαρακτηριστικά μιας συνεχώς διευρυνόμενης ψαλίδας. Από τη μια βρίσκονται οι ακριβές επωνυμίες, οι οποίες ακολουθώντας τη διεθνή τάση αντιστέκονται στην κρίση, και, από την άλλη, τα είδη σε προσιτές τιμές.

Στην Ελλάδα πάντως η ψαλίδα διευρύνεται συνεχώς καθώς οι καταναλωτές απομακρύνονται από τα προϊόντα που βρίσκονται στη μέση της τιμολογιακής πυραμίδας, προς όφελος των φθηνότερων. Η ελληνική αγορά προσιτής μόδας αναμένεται να διευρυνθεί ξεπερνώντας τη σημερινή αξία των 2,7 δισ. ευρώ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πολυεθνική αλυσίδα H&M. Στο τρίτο τρίμηνο του έτους οι πωλήσεις της στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 46% ενώ η αγορά ένδυσης στην Ελλάδα βλέπει τον τζίρο της να μειώνεται πάνω από 40%. Παράλληλα, η αύξηση στην Ελλάδα έρχεται σε αντίθεση με τη συνολική πορεία της πολυεθνικής καθώς ο κύκλος εργασιών της διεθνώς παρέμεινε στο τρίτο τρίμηνο του έτους σταθερός στα 4 δισ. δολάρια και τα κέρδη της μειώθηκαν κατά 15,4%. Μάλιστα, ενώ σε ορισμένες αγορές, όπως οι σκανδιναβικές και η Ελβετία, όπου η κρίση δεν είναι τόσο αισθητή, οι πωλήσεις κινήθηκαν στα περυσινά επίπεδα, σε χώρες όπου τα αυστηρά μέτρα λιτότητας έχουν επηρεάσει αρνητικά την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, οι πωλήσεις είναι ανοδικές. Ετσι, πέρα από την ελληνική αγορά, οι πωλήσεις της H&M αυξήθηκαν στην Πορτογαλία κατά 8%, στην Ιρλανδία κατά 7%, ενώ στη Βρετανία η αύξηση είναι 21%.

Αλλαγή πολιτικής. Τα νέα δεδομένα οδηγούν τους έλληνες λιανεμπόρους ακόμη και στον χώρο της ένδυσης – υπόδησης σε νέο προϊοντικό μείγμα. Ενδεικτική είναι η αλλαγή πολιτικής της αλυσίδας γυναικείας ένδυσης Τσαντίλης. Ενώ μέχρι πρότινος οι τιμές στα φορέματα της εταιρείας κυμαίνονταν από 350 έως 650 ευρώ, τη φετινή σεζόν τα περισσότερα κινούνται μεταξύ 110 και 140 ευρώ. Παράλληλα, οι ακριβότεροι προμηθευτές της Τσαντίλης, όπως είναι η γαλλική Girbaud, έχουν προχωρήσει σε μείωση των τιμών τους κατά 10%-15%.

Πρόκειται για πολιτική που ακολουθούν οι περισσότεροι πολυεθνικοί προμηθευτές των ελλήνων λιανεμπόρων καθώς βλέπουν ότι στενεύουν τα περιθώρια στην ελληνική αγορά. Με αρωγό την πολιτική αυτή, η αλυσίδα Βάρδας έχει μειώσει τις τιμές κατά 5%-10%.

Είδη σε πιο προσιτές τιμές προμηθεύεται και ο όμιλος Folli Follie. Φέτος στα καταστήματά του το προϊοντικό μείγμα αντιστοιχεί σε τιμές 25%-30% χαμηλότερες από ότι πέρυσι. Αλλά και η αλυσίδα Raxevsky έχει εμπλουτίσει τη συλλογή της με κομμάτια που οι τιμές τους είναι 25% χαμηλότερες. Στον χώρο της υπόδησης η αλυσίδα Nak έχει μετατρέψει τα δύο Bally σε «πολυθεματικά» καταστήματα, προσθέτοντας μάρκες σε χαμηλότερες τιμές (το Bally στο Golden Hall μετατράπηκε σε Nak στην αρχή της εβδομάδας). Είναι ενδεικτικό ότι μετά τη διεύρυνση του εμπορεύματος στο κατάστημα στη Σταδίου, η μέση τιμή σε γυναικεία παπούτσια έχει μειωθεί φέτος στα 118 ευρώ, από 242 ευρώ πέρυσι, και στα ανδρικά στα 168 ευρώ, από 217 ευρώ πέρυσι.