Στο βιβλίο της «Γλώσσας» της

Β’ Δημοτικού, τέσσερα παιδιά, ο Λουκάς, η Γαλήνη, η Χαρά και ένα κατάξανθο αγόρι, ο Αρμπέν, καλωσορίζουν τους μαθητές. Οπως εξηγεί ο θεολόγος και σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Σταύρος Γιαγκάζογλου, από το 1990 και μετά, όταν η Ελλάδα έγινε χώρα υποδοχής μεταναστών, διαμορφώθηκαν άλλες παιδαγωγικές στοχεύσεις και νέα δεδομένα, τα οποία ελήφθησαν υπόψη στα αναλυτικά προγράμματα σπουδών και αποτυπώθηκαν και στα σχολικά βιβλία. «Ετσι, στα νέα, κυρίως, βιβλία του δημοτικού και του γυμνασίου, η συγγραφή των οποίων ολοκληρώθηκε το 2006-7, φάνηκε πως αυτό που ήταν μια πραγματικότητα για την ελληνική κοινωνία το προσέλαβε γρήγορα και η εκπαιδευτική αντίληψη. Η συνύπαρξη Ελληνόπουλων και παιδιών από άλλες χώρες στο σχολείο είναι ένα αυξανόμενο φαινόμενο».

Συγκεκριμένα, είναι ενδεικτικό ότι για παράδειγμα στο νέο πιλοτικό πρόγραμμα σπουδών στα Θρησκευτικά δημοτικού και γυμνασίου, μολονότι η βάση και η αφετηρία είναι ασφαλώς η ορθόδοξη παράδοση, «γίνεται πλέον αναφορά και γνωριμία και με τις άλλες θρησκευτικές παραδόσεις ήδη από το δημοτικό και το γυμνάσιο. Μέχρι τώρα η αναφορά αυτή γίνεται περιορισμένα σε μια τάξη του δημοτικού και σε μία του λυκείου», εξηγεί. «Πάντως, είναι σημαντικό σε ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα με ανοικτούς ορίζοντες να μην αισθάνονται ξένα στην τάξη τα μεταναστόπουλα. Γι’ αυτό και με κατάλληλο παιδαγωγικά τρόπο είναι χρήσιμο και πολύτιμο να γνωρίζουν οι Ελληνες μαθητές τους πολιτισμούς αλλά και τις θρησκείες των παιδιών αυτών, όπως και τα μεταναστόπουλα να γνωρίζουν την παράδοση του τόπου όπου κατοικούν», εξηγεί ο Σταύρος Γιαγκάζογλου.

Από την πλευρά του, πάντως, ο εκπαιδευτικός Σωτήρης Σκαρτσίλας σημειώνει πως δεν αρκεί σε ένα βιβλίο να αναφέρονται τρία ονόματα ξένα σε ένα κείμενο, «αλλά θα πρέπει ο ίδιος ο εκπαιδευτικός να αφήσει τα παιδιά αυτά να συμμετέχουν στο μάθημα με το δικό τους πολιτιστικό υπόβαθρο».