Πραγματικό τηλεοπτικό γεγονός η εμφάνιση του υπουργού Οικονομικών Ευάγγελου Βενιζέλου στην «Ανατροπή» με όρους τηλεόρασης, αλλά και πολιτικής. Γιατί είναι ο απόλυτος πρωταγωνιστής της εποχής, γιατί κρατά τις τύχες και τις αγωνίες του κόσμου στα χέρια του, γιατί υπάρχει η αίσθηση ότι αυτός τουλάχιστον γνωρίζει περισσότερα από όσα και ο τελευταίος πολίτης θα επιθυμούσε να μάθει για το μέλλον. Μια συνέντευξη που παρακολουθήσαμε χωρίς ανάσα, περιμένοντας φράση τη φράση να συνθέσουμε την ελάχιστη σταθερή εικόνα μέσα στο χάος της σημερινής πραγματικότητας.

Το πιο μιντιακό σημείο της κουβέντας; Οταν ο υπουργός αναφέρει ότι θα γυρίσουμε «στο επίπεδο ζωής του 2004». Γιατί ήταν η πλέον σαφής αναφορά. Το μοναδικό σημείο όπου το φιλοθέαμον μπορούσε να ανασύρει βιώματα και να κάνει σαφείς αναφορές και παραλληλισμούς. Εξ ου και η έκρηξη στο twitter με αναμνήσεις διασημοτήτων που twitterίζουν μεταξύ τους, από εκείνη τη χρονιά. Με διάθεση χιουμοριστική, ειρωνική ίσως, αλλά πίσω από όλα αυτά με διάθεση για ένα ταξίδι στον χρόνο πίσω προς την εποχή της απολύτου ασφάλειας, αλλά και της απολύτου αφασίας, της οποίας άλλωστε ανεδείχθησαν τότε οι μεγάλοι πρωταγωνιστές, τα πρόσωπα που ανέλαβαν να αφηγηθούν τα παραμύθια περί ευδαίμονος έθνους.

Ενα μικρό αλλά διόλου αμελητέο παράδειγμα, το twitter του Τζώνη Καλημέρη, του εμπνευστή των γιουροβιζιονικών εθνικών γκλαμουροθριάμβων και ως εκ τούτου, τροφοδότη της τηλεόρασης της γιουροβιζιονοϋστερίας, το οποίο έστειλε στον Σάκη Ρουβά, λέγοντάς του «πάμε πίσω στο 2004, Σάκη εμπρός για τη Γιουροβίζιον». Στιγμή πικρής ειρωνείας; Ισως. Αλλά ταυτοχρόνως και πικρής δικαίωσης του Βενιζέλου, όταν συνεχίζοντας τα περί επιστροφής των εισοδημάτων στο 2004, συμπλήρωνε ότι ήταν η εποχή εκκίνησης για τη δημιουργία της εθνικής «φούσκας».

Επειδή οι εποχές της κρίσης είναι και εποχές ιστορικών αναδρομών και έχουμε πάει αυτά τα δυο χρόνια πίσω στο 1821 και από εκεί στο 1940 και μετά στη δεκαετία του ’50 και αναζητούμε στα πάνελ της ενημερωτικής σοβαροφάνειας το νήμα της συνέχειας μιας εθνικής νοοτροπίας που ενοχοποιείται για το δράμα του τόπου, να που και μια πιο σύντομη επιστροφή στον χρόνο, γίνεται αφορμή για να ξεσκονιστεί η μνήμη. Γιατί τα γιουροβιζιονικά γκλαμουροπανηγύρια ήταν, όπως με την απόσταση του χρόνου και εκ του αποτελέσματος επιβεβαιώνεται, η πιο τραγική αποτύπωση των εθνικών ψευδαισθήσεων. Αυτές ακριβώς χρησιμοποιήθηκαν ως διογκωτικά ενός τηλεοπτικού και στιγμιαία ψυχαγωγικού θεάματος σε μείζονα εθνικό στόχο. Ερρευσε βέβαια και άφθονο χρήμα προς ενίσχυση της γιουροβιζιονοαφασίας, το οποίο ουδόλως πήγε χαμένο. Σφράγισε έκτοτε την αισθητική της εγχώριας τηλεόρασης, απογείωσε και αποενοχοποίησε το κιτς – περιβεβλημένο την ΕΡΤική επισημότητα – το οποίο όρισε στη συνέχεια τις προδιαγραφές βάσει των οποίων αναδεικνύονται εκπομπές και πρόσωπα της τηλεόρασης.