Στο Εργαστήριο Συντήρησης Εργων Μεταλλοτεχνίας του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου επικρατεί πυρετός. Πάνω στον κεντρικό πάγκο εργασίας αραδιασμένος σε εννιά ξύλινα πλαίσια ένας ολόκληρος θησαυρός που την τελευταία στιγμή γλίτωσε από τα χέρια των αρχαιοκαπήλων. Χάλκινα κράνη, χρυσές προσωπίδες, κομματιασμένο ένα χάλκινο ξίφος διακοσμημένο με χρυσό, δεκάδες χρυσά ελάσματα, ένα ζευγάρι ολόχρυσες σόλες, μια κομψή τριφυλλόσχημη οινοχόη με μικρές λεοντοκεφαλές, χρυσά δαχτυλίδια, πήλινα ειδώλια, χάλκινες περόνες…

Δίπλα αφημένο το σκονισμένο μαύρο σακβουαγιάζ όπου οι αρχαιοκάπηλοι είχαν στοιβάξει τον θησαυρό για να τον πουλήσουν. Και λίγο πιο κει τυλιγμένες σακούλες από μανάβικο και σούπερ μάρκετ μαζί με σελίδες εφημερίδας, όπου είχαν τυλίξει τις πολύτιμες αρχαιότητες. Αν προσέξει κάποιος λίγο καλύτερα τα τσαλακωμένα χαρτιά, θα διαπιστώσει πως πρόκειται για εφημερίδες του 2009. Πληροφορία που ίσως αποτελέσει τον μίτο για περισσότερες αποκαλύψεις σχετικά με το πότε έγινε η λαθρανασκαφή από την οποία προέκυψαν οι 70 ακέραιες αρχαιότητες – συνολικά τα αντικείμενα, όταν συγκολληθούν και συντηρηθούν, εκτιμάται ότι ξεπερνούν τα 120.

«Πρόκειται για πραγματικό θησαυρό, περιζήτητο από τους συλλέκτες», εκτιμά η γενική γραμματέας του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού Λίνα Μενδώνη. «Ποιος συλλέκτης δεν θα ήταν ευτυχής αν είχε έστω κι ένα από τα τέσσερα κράνη στα χέρια του;».

Μοναδικά εκτιμάται προς το παρόν πως είναι τα χρυσά καττύματα (σόλες), ενώ οι αρχαιολόγοι ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ένα μικρό αγγείο από φαγιεντιανή – ανάλογό του έχει βρεθεί στη Σίνδο και φαίνεται πως είχε εισαχθεί από την Ανατολική Μεσόγειο – αλλά και δυο μικρά πήλινα αγγεία τα οποία χρονολογούνται έναν αιώνα αργότερα από το σύνολο των ευρημάτων, που τοποθετείται στα τέλη του 6ου αι. π.Χ. Γεγονός που ωθεί τους αρχαιολόγους να εικάσουν ότι οι αρχαιοκάπηλοι είχαν χτυπήσει και σε άλλη περιοχή, πέραν από εκείνη όπου προήλθε το μεγαλύτερο μέρος των αρχαιοτήτων. «Οι αρχαιότητες βρίσκονται σε πολύ καλή κατάσταση δεδομένης και της περιπέτειας που υπέστησαν. Οι περισσότερες φθορές έχουν γίνει στην αρχαιότητα, ενώ οι σύγχρονες είναι λιγοστές και αποκαταστάσιμες», λέει στα «ΝΕΑ» ο επιμελητής της Συλλογής Αγγείων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Γιώργος Καββαδίας που μαζί με τη συνάδελφό του Αναστασία Γκαδόλου και τους συντηρητές Γεράσιμο Μακρή, Παντελή Φέλερη και Δαβίδ Δέλιο υποδέχτηκαν το βράδυ της Παρασκευής τον μακεδονικό θησαυρό που γλίτωσε από τα χέρια των αρχαιοκαπήλων και οποίος παρουσιάστηκε στον Πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου από τους υπουργούς Πολιτισμού και Τουρισμού Παύλο Γερουλάνο και Προστασίας του Πολίτη Χρήστο Παπουτσή.

«Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τίποτα για την ταυτότητά τους, σίγουρα ήταν άνδρες και πολεμιστές. Ομως δεν μπορούμε να ξέρουμε ούτε την ηλικία τους ούτε αν προέρχονται από την ίδια συστάδα τάφων ή αν είχαν συγγενική σχέση. Φαίνεται όμως πως τουλάχιστον ένας εξ αυτών ήταν ντυμένος από πάνω ώς κάτω με χρυσό. Σίγουρα προέρχονται από την Κεντρική Μακεδονία καθώς ανάλογα ευρήματα έχουμε τόσο από τη Σίνδο όσο και από το Αρχοντικό Πέλλας», συνεχίζει. «Ορισμένα μάλιστα είναι δίδυμα, ολόιδια, όπως η ασημένια φιάλη με τον χρυσό ομφαλό. Οχι απλώς είναι ίδια με μία που έχει βρεθεί στη Σίνδο αλλά δεν αποκλείεται να είναι ακόμη κι από την ίδια μήτρα», συνεχίζει ο Γιώργος Καββαδίας.

Γιατί όμως οι αρχαιότητες, αν και εντοπίστηκαν στη Θεσσαλονίκη, κατέληξαν στην Αθήνα; «Το επέβαλαν λόγοι ασφαλείας και για τους ανθρώπους που συμμετείχαν στην επιχείρηση και για τα ίδια τα αντικείμενα», εξηγεί η Λίνα Μενδώνη. Κι όσο για το μέλλον τους; «Προς το παρόν θα μείνουν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο για την πρώτη συντήρησή τους. Εν συνεχεία θα επιστρέψουν στη Θεσσαλονίκη και πιθανότατα θα έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην έκθεση που ετοιμάζει το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης τον Φεβρουάριο με ανακτηθέντα προϊόντα αρχαιοκαπηλίας».