Βλέπω τρεις δρόµους για ή και από το Σύνταγµα. Ο πρώτος είναι η οικειοποίηση της αµφισβήτησης. Η αµφισβήτηση είναι ελκυστική από µόνη της, η δε συγκεκριµένη εκφορά της έλκει ακόµη περισσότερο. Κοµµατικά ακηδεµόνευτη και ειρηνική, για την ώρα τουλάχιστον. Καινοφανής. Εξω από τις γραµµές της µεταπολίτευσης. Κάτι νέο στο οποίο όλοι προσδοκούν, όλοι (κάνουν πως) συµπαθούν. Μαζοχιστικά κάπως, ακόµη και αυτοί που αντικρύζουν τις ανοιχτές παλάµες, αν και ξέρουν ότι είναι στόχος. Ισως κιόλας επειδή είναι στόχος. Η οικειοποίηση της αµφισβήτησης από αυτό το ετερόκλητο πολιτικό ακροατήριο έχει ένα κάπως ροµαντικό χαρακτηριστικό: όπως σχεδόν όλοι αγάπησαν τον Μάη του ‘68, µετά όµως τον Μάη, έτσι και όλοι, από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο µέχρι τον «αιωνίως αγανακτισµένο» εθνικό συνθέτη, είτε κατανοούν είτε κάνουν την αµφισβήτηση δικιά τους. Μόνο το ΚΚΕ και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης – έπειτα από πολλά χρόνια σε κοινή γραµµή – εµµένουν σε µια παραδοσιακή αντίληψη πρωτοπορίας για να στηλιτεύσουν την πολιτική ανωριµότητα του κινήµατος.

Ο δεύτερος δρόµος για το Σύνταγµα είναι η αποτύπωση της αµηχανίας. Υπάρχουν λόγοι να είναι κανείς αµφίθυµος απέναντι στο κίνηµα αυτό.

Από τις κορόνες του εθνικισµού και το άµορφο πολιτικά σώµα, µέχρι ακόµη και αυτός ο «ελληναράδικος τσαµπουκάς», όπως ορθά γράφτηκε, είναι σηµεία ικανά να µας προσφέρουν ύλη για πολλές δεύτερες σκέψεις. Και όχι µόνο αυτά… Η αποτύπωση της αµηχανίας, πάντως, ανέκαθεν χαρακτήριζε τη συµπεριφορά συγκεκριµένων πολιτικών χώρων και ταξικών στρωµάτων απέναντι στα κινήµατα αµφισβήτησης. ∆εν είναι κάτι το ιστορικά καινοφανές, αλλά αντιθέτως απολύτως οικείο, όπως εξάλλου και αντιστρόφως η άνευ όρων οικειοποίηση της αµφισβήτησης.

Ο τρίτος δρόµος δεν είναι προς αλλά από το Σύνταγµα. Είναι η ενσωµάτωση της ιδιώτευσης. Και αυτός στρωµένος. Είτε απλώς µε µια ιδιοτελή αδιαφορία «προκειµένου να σώσουµε το τοµάρι µας στους δύσκολους καιρούς» είτε µε επιχειρήµατα, το οποία κατά κανόνα εντοπίζουν τις εγγενείς αµφισηµίες και τις αναπόδραστες δυσκολίες του εγχειρήµατος για να αιτιολογήσουν την αποχή. Προσχηµατικά ή όχι, τέτοια επιχειρήµατα υπάρχουν και η έκβαση των ταξικών ανταγωνισµών στην Ελλάδα των καιρών µας – καιροί που υπάρχουν πολύ πριν από το Μνηµόνιο – δείχνουν ότι η ιδιώτευση αποτελεί την κατ’ εξοχήν εναλλακτική κάποιων άλλων κάποτε «αγανακτισµένων», νυν «µπουχτισµένων» κ.λπ. Επίσης, κάτι παράδοξο το οποίο χαρακτηρίζει κατ’ εξοχήν τις εντάσεις στην Ελλάδα είναι ότι όσο µεγαλύτερο είναι το χτύπηµα προς τα κοινωνικά δικαιώµατα τόσο ισχνότερη είναι και η αντίδραση. Κάτι σαν τη ζάλη από το νοκ άουτ. Πιστεύω ότι τα ενδεχόµενα είναι ανοιχτά για όλους τους δρόµους.

Στην Ελλάδα σήµερα βιώνουµε µια άνευ µεταπολιτευτικού προηγουµένου κρίση νοµιµοποίησης του πολιτικού καθεστώτος. Σε αυτή την κρίση, ο λόγος του Ρουσό, λόγος που στον αείµνηστο Μάνεση άρεσε να µεταφέρει, φαίνεται πιο επίκαιρος παρά ποτέ στη Μεταπολίτευση: «Ο πιο δυνατός δεν είναι ποτέ αρκετά δυνατός για να είναι πάντοτε κύριος, εάν δεν µεταβάλει τη δύναµή του σε δικαίωµα και την υπακοή σε καθήκον».

Το Σύνταγµα είναι ο συµβολικός δηµόσιος χώρος της πρωτεύουσας, στον οποίον το πλήθος διεκδικεί έναν τρόπο άσκησης πολιτικής. Ενώ το περιεχόµενο ακόµη τελεί υπό αίρεση, η διαδικασία είναι εκεί: η αυτοοργάνωση που παραπέµπει στην άµεση συµµετοχή. ∆εν πιστεύω ότι «η δηµοκρατία ή είναι αντιπροσωπευτική ή δεν είναι δηµοκρατία». Πιστεύω όµως ότι η άµεση δηµοκρατία προκειµένου να είναι αντιπροσωπευτική έχει πολύ δρόµο να κάνει. Και αυτός ο δρόµος δεν καταλήγει στο Σύνταγµα. Ισως από εκεί να ξεκινήσει. Πρέπει να επιστρέψει στους πραγµατικούς δηµόσιους χώρους: σε αυτούς που η Αθήνα έχει αρχίσει να ξεχνά. Στους πραγµατικούς κοινούς µας χώρους όπου διακυβεύονται οι συνθήκες και οι κανόνες της συνύπαρξής µας: τις γειτονιές, τα σχολεία, τα πανεπιστήµια κ.λπ. Το ότι το κίνηµα των αγανακτισµένων ξεπήδησε ερήµην όλων των οργανωµένων µορφών εκπροσώπησης το κάνει να ξεχωρίζει.

Η άµεση δηµοκρατία προκειµένου να είναι αντιπροσωπευτική έχει πολύ δρόµο να κάνει.

Και αυτός ο δρόµος δεν καταλήγει στο Σύνταγµα

ο Δηµήτρης Χριστόπουλος είναι πρόεδρος της Ελληνικής Ενωσης για τα Δικαιώµατα του Ανθρώπου, επίκουρος καθηγητής Παντείου Πανεπιστηµίου