Ανησυχώ και σκέφτοµαι πώς θα ήταν αν µε λέγανε Τανάκα αντί Μαρία και έµενα στη Σεντάι αντί για την Αθήνα. Σίγουρα θα πληρωνόµουν καλύτερα. Με µισθό διπλάσιο θα έµενα σε µισό σπίτι από αυτό που κατοικώ. Θα χειριζόµουν τους υπολογιστές σαν σολίστας και αντί για τυρόπιτα θα έτρωγα σούσι στο µεσηµεριανό διάλειµµα για φαγητό. Αντί για ιστορίες σχετικές µε τον Εµφύλιο, τη Μακρόνησο και τη Γυάρο θα άκουγα άλλες για τη Χιροσίµα και το Ναγκασάκι. Θα είχα και πάλι µία Κύπρο, µόνο που θα την έλεγα Οκινάουα και ο στρατός κατοχής δεν θα ήταν τουρκικός αλλά αµερικανικός. Ολα αυτά όµως θα ξεθώριαζαν µπροστά µου καθώς θα έσβηνε ο υπολογιστής από το ισχυρό κτύπηµα του Εγκέλαδου και θα βρισκόµουν καθισµένη οκλαδόν κάτω από το γραφείο µου. Οι δρόµοι γεµάτοι αυτοκίνητα θα µε εµπόδιζαν να φθάσω σπίτι και να µάθω νέα για τους δικούς µου. Το κινητό νεκρό και µοναδική σανίδα σωτηρίας το λάπτοπ µε µπαταρία. Μέσα σε µία ώρα τα χειρότερα θα έρχονταν από τη θάλασσα. Θα µάζευα µερικά ρούχα και κονσέρβες. Θα παίρναµε τα παιδιά και θα φεύγαµε. Θα χρειαζόµασταν µερικά δευτερόλεπτα παραπάνω. ∆εν πιστεύω πως θα τα είχαµε καθώς βλέπω τα κύµατα να φθάνουν τα 10 µέτρα και τόνους λάσπης να θάβουν ανθρώπους, δρόµους, σπίτια, αυτοκίνητα και καταστήµατα. ∆εν θα τα είχα αν µε λέγανε Τανάκα και έµενα στη Σεντάι. Και δεν θα είχα ησυχία, αν γνώριζα για το Ναγκασάκι και τη Χιροσίµα και άκουγα για τις εκρήξεις στη Φουκουσίµα.