Η σύλληψη του Λιβαθινού είναι µια σκηνοθετική πυραµίδα που εδράζεται στη γη και η κορυφή της ξύνει τη ράχη του θείου
Σε παλιότερη κριτική µου για το αριστούργηµα του Σαίξπηρ «Βασιλιάς Ληρ» έγραφα: «Ο ‘’Ληρ’’ είναι ένα έργο που παίζεται σπάνια, ακόµη και στην Αγγλία. Πολλοί υποστηρίζουν πως δεν παίζεται. Είναι ένα σύµπαντην ώρα της έκρηξης. Από την πρώτη του σκηνή, σαν µικρός πυκνός γαλαξίας, δηλώνει τις δυναµικές του που θατιναχτούν σε απειρία αστερισµών για να οδηγηθούν στην ισορροπία της ερηµίας του τέλους που εγκυµονεί µελλοντικές εκρήξεις.

Ο ‘’Ληρ’’, όπως όλα τα µεγάλα έργατου ανθρώπου, είναι µεταφυσικό οικοδόµηµα. Οµοχλός της ανάγκης κυβερνά, αλλά η ευθύνη βαραίνει τον άνθρωπο. Η τρικυµία είναι δοσµένη: η τέχνη της ζωής είναι ναυσιπλοΐα.

Ο ‘’Ληρ’’ ‘’σηκώνει’’ πολλές αναγνώσεις, αλλά δεν χωρεί παρά µία διάγνωση. Ο Σαίξπηρ στα ιστορικά του δράµατα είδε την ιστορία και τα πρόσωπα που την κινούν σαν µια κρεατοµηχανή, όπου η βία ταυτίζεται µε την εξουσία».

Χάρηκα που ο Στάθης Λιβαθινός είδε τον «Ληρ» σαν µια συµπαντική έκρηξη, σαν ένα ποιητικό Μπιγκµπανγκ, έναν πυρήνα που διασπάται και πληµµυρίζει το διάστηµα από εκατοντάδες θραύσµατα, µετεωρίτες, άστρα, γαλαξίες, κοµήτες, απλανή και πλανήτες, ανθρώπινα σαρκία, ράκη ψυχών, ψιχία υπάρξεως και σπαράγµατα ηδονής και οδύνης. ∆ηλαδή ανθρωπότητα! Η σύλληψη του Λιβαθινούείναι µια σκηνοθετική πυραµίδα που εδράζεται στη γη και η κορυφή της ξύνει τη ράχη του θείου. Είναι τιµή για το θέατρό µας που ένας καλλιτέχνης έχειτην ωριµότητα και τα εποπτικά µέσα να σχεδιάσει αυτό το ποιητικό τοπίο, ένα οπτικοακουστικό µόρφωµα που λειτουργεί σαν µικροµοντέλο της ανθρώπινης υπαρξιακής περιπέτειας. Ο Λιβαθινός είναι ένας ολοκληρωµένος σκηνοθέτης, διότι έχει λόγο και τον επιβάλλει στους συντελεστές τηςθεατρικής πράξης έτσι ώστε το αποτέλεσµα να είναι ένας σκηνικός στοχασµός που, ανεξάρτητα από την προσφοράκαι την ιδιοφυΐα των επιµέρους συντελεστών, να τουανήκει και να αναλαµβάνει την ευθύνη, ανεξάρτητα από το επιτυχηµένο ή όχι αποτέλεσµα. Σφραγίζει τις δηµιουργίες µε προσωπική σφραγίδα.

Στον «Ληρ» που επανέλαβε τώρα στο«Παλλάς», ύστερα από την πρώτη εκδοχή του στο ΚΘΒΕ, είναι µια ανάγνωση τόσο µοντέρνα όσο και συνάµααυτονόητη για όσους µπορούν να διαβάσουν το κείµενο του Σαίξπηρ ως ψυχόδραµα, ως µουσική παρτιτούρα και ως αποθέωση της ποιητικής λέξης, αλλά συνάµα και ως ένας στοχασµός πάνω στην Ιστορία, στον πολιτισµό, τα ήθηκαι τη φύση της εξουσίας, του έρωτα, του φόνου, της προδοσίας, της φιλίας, της εκδίκησης και της αλληλεγγύης.

Πρώτο µέληµα του Λιβαθινού ήταν να κατασκευαστεί ο ποιητικός χώρος, η σκηνήόπου κατοικεί η ανθρώπινη παθογένεια. Και είχε ως κατασκευαστή την Ελένη Μανωλοπούλου. Αν η σπουδαία αυτή εικαστική καλλιτέχνιδα του θεάτρου είχε προσφέρει µόνο αυτήν την «εγκατάσταση», αυτό το σκουπιδαριό της ανθρώπινης απληστίας, χλιδής, σπατάλης, µια χωµατερή πολιτισµού, θα είχε καταξιωθεί, µόνο γι’ αυτό, στην ιστορία της νεοελληνικής σκηνογραφίας. Τα κοστούµια της ενείχαν άλλου είδους ταραχή. Αυτά ήταν συνάρτηση της κινησιολογικής σύλληψης και της µουσικής παρτιτούρας.

Ο Λιβαθινός έχει πάγιο συνεργάτη-συνθέτη τον Θοδωρή Αµπαζή, µια από τις σηµαντικότερες µουσικές ιδιοφυΐες του τόπου. Εγραψε µια µουσική που εκτελέστηκε ζωντανά, που έρχεται από τα βάθη των αιώνων και ηχεί σαν σύγχρονο γοτθικόµπαρόκ. Με κυρίαρχο ήχο την µπαταρία, δηµιούργησε ένα ηχητικό χαλί που µετέτρεψε ένα ποιητικό κείµενο σε χορόδραµα και ορατόριο και ραπ.

Ο Νικολάι Κάρποφ κίνησε τον θίασο µε οδηγό τους ήχους του Αµπαζή και τα «µεταφυσικά» κοστούµια της Μανωλοπούλου σε άγριους ρυθµούς, στρεβλές κινήσεις, λοξούς σχηµατισµούς, απροσδόκητες πόζες και µια κινησιολογική ρητορική ποµπώδους αλαζονείας και εξουσιαστικής παραφοράς.

Το όλον φώτισε ο Αλέκος Αναστασίου πότε µε φωτισµούς αρένας, πότε φωτοσκιάσεις τσίρκου και πότε γκρανγκινιολικές και µυστικιστικές συνάψεις.

Ο θίασος χόρευε, οργίαζε, µαίνονταν διώκοντας και διωκόµενος, διψώντας για ισχύ, για αίµα, σπέρµα, στέµµα µε πανικό, φόβο και θράσος υπάρξεως. Μια ροκ ερµηνεία; Σαφώς και ασφαλώς. Ηχος, φως, όγκοι και χρώµατα, σώµατα και φωνές ακουµπούσαν πάνω στο εξαίσιο νεοελληνικό ποιητικό κείµενο του ∆ιονύση Καψάλη, ενός µεταφραστή που σε υποχρεώνει να ξεχνάς το πρωτότυπο, αφού σε πείθει πως η ποιητική µετάφραση είναι µια µεγάλη Αναλογία.

 INFO

«Βασιλιάς Ληρ» στο Παλλάς (Βουκουρεστίου 5, τηλ.

210.3213100)

Απέραντος ψυχισµός


Ο Λιβαθινός βρήκε στον Νικήτα Τσακίρογλου τον ιδανικό του Ληρ.

Ο σπουδαίος αυτός ηθοποιός, µε την τεράστια πείρα και στο αρχαίο και στο κλασικό ευρωπαϊκό και στο νεοκλασικό αλλά και στο µοντέρνο δραµατολόγιο (τι Οιδίποδες, Προµηθείς, Κρέοντες, Ορέστες, Ιάγοι, Σόλνες, Κάσπαρ έχει ερµηνεύσει)

ήταν το µεγάλο όργανο και η µουσική φωνή και ο απέραντος ψυχισµός για να ερµηνεύσει τον απόλυτο αυτόν ρόλο. Και θριάµβευσε.

Για όσους τον έχουν παρακολουθήσει στις µεταµορφώσεις του και στις καταβυθίσεις του στα απύθµενα φρέατα των τερατωδών ρόλων θα αναγνώρισαν στην προσωπογραφία του Ληρ που φιλοτέχνησε και την απορία του «Κάσπαρ» του Χάντκε και τον Κλοβ και τον Εστραγκόν του Μπέκετ και τον τυφλό Οιδίποδα τύραννο και τον αλαζόνα και κυνικό Ιάγο και τον καταθλιπτικό ευριπίδειο Ορέστη.

Ο Λιβαθινός είχε στη διάθεσή του µια οµάδα νέων και άπειρων για το είδος αυτού του µεγάλου ποιητικού θεάτρου ηθοποιών. Είναι θαύµα που τους ενέταξε στη σύλληψή του, που λείανε τις γωνίες τους και έκρυψε τις αδυναµίες τους.

Αν έπρεπε να ξεχωρίσω κάποιους, θα σηµείωνα για το ευάγωγον της προσαρµογής τους στη γραµµή τον Γιάννη Χαρίση (Γκλόστερ), τον Στέλιο Ανδρονίκου (Εντγκαρ), τον Αστέρη Πελέκη (Κλόουν), τον ∆αυίδ Μαλτέζε (υπηρέτη του Κορνουάλη). Για τους υπόλοιπους έχω να ευχηθώ να κρατήσουν ως µεγίστη εµπειρία τη συµµετοχή τους σ’ αυτή την παραγωγή και την ευκαιρία που τους δόθηκε να παίξουν ρόλουςθηρία.