Οι ασκούµενες πολιτικές στην Ελλάδα φαίνεται ότι, αντί να προωθούν, υπονοµεύουν τη δηµοσιονοµική προσαρµογή γιατί προκαλούν µία αυτοτροφοδοτούµενη διαδικασία ύφεσης, σε βαθµό που το δηµόσιο χρέος θα εξακολουθεί να αυξάνεται ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος. Η παρατήρηση αυτή σηµαίνει ότι οι «αποδόσεις» που εξασφαλίζονται από τα µέτρα λιτότητας ως προς τη µείωση των ελλειµµάτων εξαλείφονται από τις απώλειες από την πλευρά του ΑΕΠ και ο λόγος δηµοσίου χρέους/ΑΕΠ αυξάνεται ή παραµένει στάσιµος. Από την άποψη αυτή, είναι χαρακτηριστικό ότι στις προβλέψεις του ΔΝΤ περιλαµβάνεται η σταδιακή αύξηση του δηµοσίου χρέους στο 150% του ΑΕΠ το 2013. Ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους στις ποσοτικές επεξεργασίες των αναλυτών αµφισβητείται η ικανότητα των πολιτικών δηµοσιονοµικής προσαρµογής στην αντιµετώπιση της δηµοσιονοµικής κρίσης.

Πράγµατι, η ικανότητα αυτή είναι συνάρτηση του πολλαπλασιαστή του δηµοσίου ελλείµµατος επί της παραγωγής και της επίδρασης της µεταβολής του ΑΕΠ στο δηµόσιο έλλειµµα. Στην Ελλάδα σύµφωνα µε τα αποτε λέσµατα των προαναφερόµενων ποσοτικών επεξεργασιών, ο δηµοσιονοµικός πολλαπλασιαστής (επίδραση στο ΑΕΠ από την αύξηση µίας µονάδας δηµοσίου ελλείµµατος) είναι µεγαλύτερος σε σύγκριση µε τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες (2,57 έναντι 2,03 για τη Γαλλία, 1,54 για τη Γερµανία, 1,75 για την Ισπανία και 1,82 για την Πορτογαλία) και η επίδραση του ΑΕΠ στο δηµόσιο έλλειµµα (επίδραση στο δηµόσιο έλλειµµα µιας µείωσης 1% του ΑΕΠ είναι ιδιαίτερα µειωµένη για την Ελλάδα, µόλις 0,21 έναντι 0,57 για τη Γερµανία, 0,49 για την Πορτογαλία κ.λπ.). Εποµένως, γίνεται φανερό ότι λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της ελληνικής οικονοµίας η µείωση του ΑΕΠ κατά 1% µειώνει το δηµόσιο έλλειµµα πολύ λι γότερο απ’ ό,τι στη Γερµανία, τη Γαλλία, την Ιταλία και την Πορτογαλία.

Ετσι, αποδεικνύεται ότι στην Ελλάδα η εκπλήρωση των στόχων µείωσης των δηµοσιονοµικών ανισορροπιών θα είναι εκτός από επώδυνη και εξαιρετικά δυσχερής. Αξίζει να σηµειωθεί ότι µε βάση το σενάριο αναφοράς του ΔΝΤ εκτιµάται πως η ελληνική οικονοµία όχι µόνο θα παραµείνει σε ύφεση µέχρι το 2012 αλλά θα συνεχίσει να παρουσιάζει πρωτογενή ελλείµµατα µέχρι το 2014. Το δηµόσιο χρέος θα αυξηθεί περίπου στο 150% του ΑΕΠ το 2013, παρουσιάζοντας µία απο κλιµάκωση περίπου 30 µονάδων το 2020 υπό την προϋπόθεση επίτευξης ρυθµών µεταβολής του ΑΕΠ µε θετικό πρόσηµο και πρωτογενών πλεονασµάτων της τάξης του 6% από το 2014 και µετά. Η παρατήρηση αυτή σηµαίνει ότι, επειδή ένα αυξανόµενο ποσοστό του ΑΕΠ θα προορίζεται για την εξυπηρέτηση του χρέους (σε ονοµαστικούς όρους το επιτόκιο εξυπηρέτησης κυµαίνεται σαφώς υψηλότερα από το προσδοκώµενο ποσοστό ανάπτυξης), η ελληνική οικονοµία επιβάλλεται να υπερβεί τις συνθήκες µιας αργής και αναιµικής ανάπτυ ξης, προκειµένου να επιτυγχάνει υψηλά πρωτογενή πλεονάσµατα επί σειρά ετών ώστε να συγκρατείται η αυξητική δυναµική του χρέ ους. Βέβαια, δηµιουργός πρωτογενών πλεονασµάτων είναι η ανάπτυξη και η αναδιανοµή του εισοδήµατος διαµέσου της αύξησης της φορολογίας των υψηλών εισοδηµάτων. Αυτό σηµαίνει ότι η παντελής έλλειψη, κατά τα αµέσως επόµενα χρόνια, αναπτυξιακών και αναδιανεµητικών στοιχείων θα επιφέρει σοβαρή δοκιµασία στην ελληνική οικονοµία.

Η προοπτική αυτή δεν φαίνεται να ευ νοείται και από έναν σηµαντικό, µεταξύ των άλλων, παράγοντα ώθησης της ανάκαµψης που είναι η θετική αναπτυξιακά διεθνής συγκυρία. Πράγµατι, στην Ευρώπη οι ασκούµενες πολιτικές δηµοσιονοµικής προ σαρµογής µε τη µείωση των εισοδηµάτων και την αύξηση της φορολογικής επιβάρυν σης µειώνουν τη ζήτηση, στις ΗΠΑ η αύξη ση της ανεργίας µειώνει την κατανάλωση και δεν αναζωογονείται η επενδυτική δραστη ριότητα και στην Κίνα η οικονοµική πολιτι κή προσδοκά τη συγκράτηση του ρυθµού αύξησης του ΑΕΠ προκειµένου να ελεγχθούν η κερδοσκοπία στην αγορά των ακινήτων και ο πληθωρισµός.

Ετσι, από την άποψη αυτή, η απαιτούµε νη υπέρβαση µίας αργής και αναιµικής ανά καµψης στην Ελλάδα αποδεικνύεται ότι περιβάλλεται από πολλαπλούς περιορισµούς τους οποίους η οικονοµική και αναπτυξιακή πολιτική, στον βαθµό που την αφορά, επιβάλλε ται να προσδιορίσει και να υπερκεράσει άµεσα και αποτελεσµατικά.

ΣΚΛΗΡΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ

Η παντελής έλλειψη, τα αµέσως επόµενα χρόνια, αναπτυξιακών και αναδιανεµητικών στοιχείων θα δοκιµάσει σκληρά την οικονοµία µας

Ο Σάββας Ροµπόλης είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήµιο, επιστηµονικός διευθυντής του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ.