Ηταν ή όχι µονόδροµος το Μνηµόνιο; Το ερώτηµα αυτό εξαρτάται από το κατά πόσον είχαµε ανάγκη από δανεικά ή όχι. Και δεν υπάρχει αµφιβολία ότι τα είχαµε ανάγκη. Οχι για να εξυπηρετήσουµε τα παλιά µας δάνεια, αλλά για να πληρώσουµε µισθούς, συντάξεις, υγεία, παιδεία κ.λπ. Με δεδοµένο ότι οι αγορές δεν µας δάνειζαν, έπρεπε να αναζητήσουµε νέες µορφές δανεισµού µε νέους όρους αποπληρωµής. Το Μνηµόνιο µάς εξασφάλισε ένα τεράστιο δάνειο 110 δισ. ευρώ για τα επόµενα τρία χρόνια και φαίνεται να ήταν ό,τι καλύτερο µπορούσαµε να ελπίζουµε και να πετύχουµε. Υπήρχαν άλλες λύσεις; Μερικοί υποστηρίζουν ότι µπορούσαµε να εκβιάσουµε την Ευρωπαϊκή Ενωση, να δανειστούµε από την Κίνα ή δεν ξέρω από ποιον άλλον.

Δεν πρόκειται για σοβαρούς ισχυρισµούς αλλά για κουβέντες του αέρα, ο πεινασµένος καρβέλια ονειρεύεται. Τα προβλήµατά µας άλλωστε δεν θα λύνονταν µε κάποιον πρόσκαιρο εύκολο δανεισµό.

Μονόδροµος, λοιπόν, το Μνηµόνιο; Οχι αναγκαστικά. Μπορεί να αποφασίζαµε ότι δεν θέλουµε να δανειστούµε άλλο και να ακολουθήσουµε τον δρόµο του Χότζα ή του Κιµ Ιλ Σουνγκ. Να σταµατήσουµε κάθε πληρωµή δανείων, να κλείσουµε τα σύνορα στη διακίνηση αγαθών και κεφαλαίων και να κτίσουµε µια αποµονωµένη οικονοµία που θα παρήγαγε αυτά που χρειαζόµαστε. Ο δρόµος αυτός µε βεβαιότητα θα έφερνε αµέσως την εξαθλίωση σε όλους, πλην της νοµεκλατούρας που θα κυβερνούσε, µε µισθούς και συντάξεις αντίστοιχες µε αυτές της Μολδαβίας. Αλλά οι οπαδοί του, ως γνωστόν, επενδύουν στο µέλλον. Υπόσχονται (αν όχι σε µας τους ίδιους, στις επόµενες γενιές) τον παράδεισο στο τέλος του µακρινού δρόµου. Αν θέλαµε ως κοινωνία, µπορούσαµε να προχωρήσουµε σε µια παρόµοια επιλογή και υπ’ αυτήν την έννοια το Μνηµόνιο δεν ήταν µονόδροµος.

Οι περισσότεροι πολέµιοι του Μνηµονίου, µε πρώτο τον κ. Α. Σαµαρά, είναι αλήθεια ότι δεν γοητεύονται από την προοπτική της Αλβανίας του Χότζα. Λένε εντάξει σε κάποιο µνηµόνιο, αλλά όχι στο συγκεκριµένο. Τι είδους µέτρα θέλουν και ποια διαπραγµατευτική δυνατότητα έχουν, είναι µέγα µυστήριο. Το ΔΝΤ έχει µια τεχνογνωσία για τα κράτη που βρίσκονται στα πρόθυρα πτώχευσης. Μερικοί αµφισβητούν την επιτυχία του. Λένε ότι η Αργεντινή καταστράφηκε. Πώς θα ήταν η Αργεντινή χωρίς το ΔΝΤ, δεν το γνωρίζουν βεβαίως. Υποθέτουν ότι θα ήταν καλύτερα.

Στην πραγµατικότητα, όταν κάποιο κράτος φτάνει στα πρόθυρα της κατάρρευσης, το ζήτηµα δεν είναι αν θα πονέσει για να ανακάµψει αλλά το πόσο πολύ θα πονέσει και αν θα κατορθώσει να ανακάµψει.

Το ΔΝΤ δεν µπορεί να εξαλείψει τον πόνο παρά µόνο να τον απαλύνει δανείζοντας µε χαµηλό επιτόκιο και επιβάλλοντας µεταρρυθµίσεις που µόνοι µας από καιρό έπρεπε να είχαµε κάνει. Η συνταγή του φυσικό είναι να µην αρέσει σε όλους. Οχι γιατί είναι αντίθετη σε κάποια ιδεολογία αλλά διότι σε κανέναν δεν αρέσει η πτώση του βιοτικού του επιπέδου. Τα βασικά της στοιχεία, όµως, δεν αµφισβητούνται. Η µείωση των ελλειµµάτων απαιτεί περικοπές δηµόσιων δαπανών συµπεριλαµβανοµένης της µείωσης µισθών και συντάξεων καθώς και αύξηση της φορολογίας, οι δε µεταρρυθµίσεις απαιτούν τόνωση της παραγωγικότητας και του ανταγωνισµού.

Πριν καλά καλά εφαρµοσθούν κάποια µέτρα, άρχισε η µεµψιµοιρία. Ο κάθε Ελληνας, µε πρώτους τους τηλεοπτικούς δηµοσιογράφους, έγινε ειδικός στην αντιµετώπιση των οικονοµικών κρίσεων. Να µην κοπούν µισθοί και συντάξεις, να πάρουν λεφτά από τους κλέφτες και τους πλούσιους, να µην επιβληθούν νέοι φόροι και άλλα πολλά. Στην κατάσταση που είµαστε δεν υπάρχει ένα µέτρο που θα µας σώσει και έτσι θα αποφύγουµε τα άλλα. Και τους µισθούς πρέπει να κόψουµε, και από τους πλούσιους πρέπει να τα πάρουµε, και νέους φόρους πρέπει να επιβάλλουµε, και πάλι δεν φτάνει.

Και η ανάπτυξη; Εχουµε µέλλον χωρίς οικονοµική ανάπτυξη; Αλλο µεγάλο παραµύθι. Λες και αρκεί κάποιος να σφυρίξει και θα αρχίσει να σφύζει η οικονοµία.

Θα ρίξει π.χ. χρήµα (δανεικό βεβαίως) στην κατανάλωση και θα πάρουν µπροστά οι αυτοκινητοβιοµηχανίες µας. Ας µην ξεγελιόµαστε. Ανάπτυξη δεν θα υπάρξει αν δεν κατορθώσουµε να νοικοκυρευτούµε, και αυτό δεν πρόκειται να γίνει από τη µια µέρα στην άλλη χωρίς µόχθο και σκληρή εργασία.

ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΜΑ

Ανάπτυξη δεν θα υπάρξει αν δεν νοικοκυρευτούµε, δεν µοχθήσουµε και δεν εργαστούµε σκληρά

Ο Σταύρος Τσακυράκης είναι αναπληρωτής καθηγητής Συνταγµατικού Δικαίου στο Πανεπιστήµιο Αθηνών