Είχε βραδιάσει, ήταν η ώρα που οι περισσότεροι τουρίστες µάζευαν τις ψάθες, τις πετσέτες και τα κουβαδάκια των παιδιών από την παραλία. Κάποια άλλα παιδιά, όµως, εκείνη την ώρα έπιαναν «δουλειά». Στο πεζοδρόµιο στο πλακόστρωτο δροµάκι στην Ασο της Κεφαλονιάς τέσσερα παιδιά, όλα φαίνονταν µαθητές του δηµοτικού, δύο κορίτσια και δύο αγόρια, βρίσκονταν πίσω από έναν χαµηλό πάγκο. Σε αυτόν διαφήµιζαν την πραµάτεια τους.

Η ταµπέλα ήταν γραµµένη στα αγγλικά – προσπαθούσαν να προσελκύσουν τους ξένους τουρίστες που βρίσκονταν στην περιοχή. «Ηand made stones», έγραφε η χάρτινη επιγραφή και πάνω στον πάγκο είχαν αραδιάσει σχεδόν 30 πέτρες. Αλλες µικρές και άλλες µεγάλες, άλλες τριγωνικές κι άλλες ολοστρόγγυλες, άλλες λείες και άλλες ανώµαλες, όλες όµως ήταν ζωγραφισµένες µε νεροµπογιές: ένα καρπούζι, ένα καράβι να αρµενίζει, µία µελιτζάνα, ένα λιβάδι µε ανθισµένα λουλούδια κι έναν ήλιο να χαµογελά, ένα πρόσωπο κοριτσιού και στη διπλανή πέτρα το αντίστοιχο πρόσωπο ενός αγοριού. Ακόµη και αφηρηµένα σχέδια µε χρωµατιστές πιτσιλιές και γραµµές είχαν δηµιουργήσει οι «καλλιτέχνες».

Δύσκολα θα προσπερνούσες τους µικρούς πωλητές. Δεν ήταν τόσο το καλλιτεχνικό έργο που σε τραβούσε να κοντοσταθείς στον αυτοσχέδιο πάγκο όσο τα γέλια τους, τα πειράγµατά τους και η προσπάθειά τους να πουλήσουν το εµπόρευµα. «Εµείς τα έχουµε φτιάξει όλα. Το πρωί µαζεύουµε τις πέτρες από την παραλία και µετά ξεκινάµε τη ζωγραφική. Η πιο ακριβή µας πέτρα κοστίζει 3 ευρώ, ενώ έχουµε και τις πιο µικρές µε 50 λεπτά». Κι όλα αυτά µακριά από τις σχολικές αίθουσες.

Κι όµως, αυτό που δεν συνειδητοποίησα εκείνη τη στιγµή ήταν πως η συγκεκριµένη καλοκαιρινή ασχολία ήταν ίσως το µεγαλύτερο σχολείο για τα παιδιά: γέµιζαν δηµιουργικά την ώρα τους µε κάτι που τους ευχαριστούσε.

Δούλευαν οµαδικά και µοιράζονταν τα έσοδα της επιχείρησής τους. Ουτοπικό για τους µεγάλους; Νοµίζω!