Νo 55

«Η δεύτερη πνοή»

Συνήθως οι αµερικανικές ιστορίες µε γκάνγκστερ κολυµπάνε στο αίµα και τη βία. Των Γάλλων της µεταπολεµικής γενιάς φέρουν το στίγµα ενός συγκεκριµένου κώδικα ηθικής. Πρώτα τα brains, ύστερα τα guns. Μεγάλη η διαφορά. Κορυφαίος και αναντικατάστατος εκπρόσωπος αυτής της γενιάς ο Ζαν-Πιερ Μελβίλ (1917-1973). Με τρία διαµάντια. Ενα από αυτά «Η δεύτερη πνοή».

Εγραψε ιστορία!


Κατά χρονολογική σειρά: το 1966 το ασπρόµαυρο «Le deuxieme souffle» (Η δεύτερη πνοή).

Εναν χρόνο αργότερο το απόλυτο αριστούργηµά του «Le Samurai» (Ο δολοφόνος µε το αγγελικό πρόσωπο) και πρωταγωνιστή τον Αλέν Ντελόν στην πιο λιτή και εµβληµατική ερµηνεία του. Και το 1970 «Le cercle rouge» (Ο κόκκινος κύκλος). Το κύκνειο άσµα του, το 1972, µε το «Un Flic» (Ο µπάτσος) πάλι µε τον Ντελόν.

Ενας δεύτερος εκπρόσωπος αυτής της µεταπολεµικής γαλλικής γενιάς ήταν και ο Τζόζεφ ή Ζοζέφ Νταµιάνι (1923-2004). Από οικογένεια ανυπάκουων Κορσικανών. Εχει σηµασία αυτό. Ο Ζοζέφ, λοιπόν, από τους λίγους Γάλλους που άρπαξαν τα όπλα και έκαναν αντίσταση εναντίον των Γερµανών. Προηγουµένως, για τον επιούσιο, αναγκάστηκε ακόµα και πιάτα να πλύνει.

Μετά την απελευθέρωση καταλήγει στον υπόκοσµο. Μικρογκάνγκστερ. Σαν κλητήρας δηλαδή. Σε µια ληστεία βγαίνουν τα κουµπούρια και στο τέλος ο µεγάλος αδελφός του µαζί µε τον θείο του καταλήγουν στα θυµαράκια. Ο Ζοζέφ στη φυλακή. Το 1948 έπειτα από συνοπτικές δικαστικές διαδικασίες αυτός µαζί µε τον συνεργό του Ζορζ Ακάντ καταδικάζονται εις θάνατον. Ο πατέρας του κινεί γη και ουρανό και ο πρόεδρος της Γαλλικής Δηµοκρατίας προσφέρει γενναιόδωρα χάρη στον Ζοζέφ. Ηλικίας τότε 25 ετών. Μέχρι το 1956, που ανοίγουν οι πόρτες της φυλακής, εκείνος σκέφτεται, εµπνέεται και υπογράφει ένα µυθιστόρηµα µε τον τίτλο «Le Τrou» που πάει να πει «Η τρύπα». Ετσι, όταν ελευθερώνεται έχει µεταµορφωθεί σε άλλον άνθρωπο, µε άλλο όνοµα _ Ζοσέ Τζιοβανί _ και άλλο επάγγελµα. Ολοκαίνουργιος. Ενας εκδοτικός οίκος αγοράζει τα δικαιώµατα και ένας σκηνοθέτης, ο Ζακ Μπεκέρ (1906-1960), µεταφέρει το βιβλίο στην οθόνη µε τον (ελληνικό) τίτλο «Το κελί της προδοσίας». Ετσι, το «κάθαρµα» καθιερώνεται ως συγγραφέας, σεναριογράφος, περίφηµος διαλογίστας και στη συνέχεια, το 1966, σκηνοθέτης της ταινίας «La Loi des Survivants». Κοντά σε αυτά συνεργάζεται και καθοδηγεί πασίγνωστα ονόµατα του Γαλλικού Σινεµά: Αλέν Ντελόν, Ζαν Γκαµπέν, Λίνο Βεντούρα και Ζαν-Πολ Μπελµοντό. Την αφρόκρεµα.

Από αυτή τη διασταύρωση, του Τζιοβανί µε τον Ζαν-Πιερ Μελβίλ, προκύπτει η αριστουργηµατική «Δεύτερη πνοή». Γιατί ο Μελβίλ ήταν ακριβώς της ίδιας µε τον Τζιοβανί λογικής και της ίδιας αισθητικής γραµµής. Δηλαδή, οι γκάνγκστερ είναι µέρος της κοινωνίας. Γιατί νόµος και υπόκοσµος είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Γιατί υφίσταται στον υπόκοσµο ένας συγκεκριµένος κώδικας ηθικής και δεοντολογίας. Γιατί παντού υπάρχουν προδότες και προδοσίες. Και γιατί _ όπως έλεγε και ο αείµνηστος Μελβίλ _ οι τράπεζες κλέβουν νοµίµως, οι γκάνγκστερ παρανόµως. Επί της ουσίας η διαφορά είναι δυσδιάκριτη και αστεία. Με έναν λόγο, ο Μελβίλ πλαγίως προσπαθούσε να παίξει τον ρόλο ενός καλού και αδέκαστου διαιτητή.

Δηλαδή ο ρόλος του γκάνγκστερ µε εκείνον του µπάτσου είναι περίπου ίδιοι. Και οι δύο κάνουν τη δουλειά τους.

Εποµένως ο Μελβίλ, αντίθετα µε τους ηθικολόγους Αµερικανούς, έπαιρνε αποστάσεις. Και εποµένως για να τηρήσει αυτές τις αποστάσεις αποδραµατοποιούσε τους χαρακτήρες.

Που σηµαίνει ούτε καλοί, ούτε κακοί. Ούτε αιµοβόροι και αιµοδιψείς, ούτε φιλάνθρωποι και υποδειγµατικοί. Ετσι, χωρίς να το καταλαβαίνει, εφάρµοζε στις γκανγκστερικές και αστυνοµικές περιπέτειές του τη µέθοδο του Μπέρτολτ Μπρεχτ. Οι συνθήκες πρώτα και ύστερα τα άτοµα. Απίστευτο και όµως αληθινό. Κοντά σε αυτά ακολουθούσε πιστά την ίδια αισθητική γραµµή. Μια αισθητική που δηµιούργησε σχολή και άφησε εποχή. Φανταστείτε ότι οι Κόεν στο αλησµόνητο «Μiller’s Crossing» (Το πέρασµα του Μίλερ) του 1990 αντιγράφουν πιστά αυτή τη γραµµή. Λιτότητα, κοφτή αφήγηση, υποβλητική ατµόσφαιρα. Ανθρωποι µε καµπαρντίνες, ρεπούµπλικες και ένα περίστροφο στην τσέπη. Πάντα σε αυτές τις ιστορίες ήρωας είναι ένας αφοσιωµένος, στη δική του ηθική, γκάνγκστερ. Πάντα κάποιος ρουφιάνος θα τον καρφώσει. Και πάντα κάποιος αστυνοµικός θα τον καταδιώξει. Ακούγεται, αλλά δεν είναι καθόλου τόσο εύκολο και τόσο απλό. Το µπέρδεµα των σχέσεων, όπως σε κάθε δράµα, κοινωνικό.

Για παράδειγµα. Ο Γκουστάβ Μαντά (Λίνο Βεντούρα), ο επικίνδυνος γκάνγκστερ της «Δεύτερης πνοής», καταφέρνει να δραπετεύσει από τη φυλακή.

Καταφύγιο βρίσκει στη φωλιά της φίλης του Μανούς (Κριστίν Φαµπρεγκά). Επακολουθεί ληστεία µε αποτέλεσµα να πέσουν πυροβολισµοί και πολλοί νεκροί. Ταυτόχρονα ο επιθεωρητής της περιοχής έχει βάλει στόχο τον «Γκου» (το ψευδώνυµο του Γκουστάβ). Οµως δεν έχει αποδείξεις. Σιγά τα δύσκολα. Κάποιος ρουφιάνος θα του τις προµηθεύσει. Στο µεταξύ ο περικυκλωµένος γκάνγκστερ ετοιµάζεται να την κοπανήσει από τη Γαλλία. Πρώτα όµως πρέπει µια τελευταία υπόθεση να ολοκληρώσει. Μια υπόθεση προσωπική. Αναγκασµένος από τη δική του ηθική. Αυτή και η δεύτερη πνοή του. Η κατάληξη είναι αποκαλυπτική.

Συνιστώ ανεπιφύλακτα: Δύο ακόµα µεγάλες στιγµές του Ζαν-Πιερ Μελβίλ: Το 1967 «Le Samurai» (Ο δολοφόνος µε το αγγελικό πρόσωπο) και το 1970 «Le cercle rouge» (Ο κόκκινος κύκλος). Οπωσδήποτε!

Η ταυτότητα


§ Πρωτότυπος τίτλος: Le deuxieme souffle § Ετος: 1966 § Είδος: Γκανγκστερική § Σκηνοθεσία: Ζαν-Πιερ Μελβίλ § Σενάριο: Ζαν-Πιερ Μελβίλ, Ζοζέ Τζιοβανί (από το µυθιστόρηµα του Τζιοβανί «Un Reglement de Comptes»)

§ Cast: Λίνο Βεντούρα, Πολ Μορίς, Ρεϊµόντ Πελεγκρέν, Κριστίν Φαµπρεγκά, Μαρσέλ Μπουτζουφί § Μουσική: Μπερνάρ Ζεράρ § Φωτογραφία: Μarcel Combes § Διάρκεια: 150’ § Χώρα: Γαλλία