Και αυτή η εβδοµάδα πορεύεται όπως η προηγούµενη, και η προηγούµενη όπως η πιο πριν.

Μοναδική λάµψη η Αντζελίνα Ζολί. Γιατί «Salt» πά’ να πει αλάτι. Τουτέστιν, Αντζελίνα Ζολί. Δηλαδή αλάτι, πιπέρι, t-bone steak, πρώτη ύλη, τα πάντα είναι αυτή και µόνο αυτή. Κατά τ’ άλλα, από σενάριο και ιστορία, λίθοι, πλίνθοι, κέραµοι ατάκτως ερριµµένα!

Το ξεκαθαρίζω από την αρχή. Ποια η καλύτερη ψυχαγωγική στιγµή;

Το «Ιnception» ή το «Salt»; Αµφότερα χαοτικά. Οµως παιδιά, χωρίς συζήτηση. Είπαµε, η Ζολί. Τres Jolie.

Ξανθιά, κοκκινοµάλλα, µε κοντό ή µακρύ µαλλί, µε οτιδήποτε. Κάθε πράγµα που θα φορέσει, κάθε χρώµα lipstick στα σαρκώδη χειλάκια της, όλα, µα όλα τα ευλογεί µε τη θεϊκή οµορφιά της. Ιπτάµενη θεά το κορίτσι των τριανταπέντε Μαΐων. Ο απόλυτος θηλυκός αίλουρος των action movies όλων των εποχών. Γεννηµένη γι’ αυτό το είδος εντελώς κυτταρικά. Από τη µήτρα της µανούλας της, που λένε και οι γιαγιάδες µας. Ταγµένη να κυκλοφορεί, να πυροβολεί και να σκοτώνει ό,τι βρει. Και από πάνω να αναστατώνει το σύµπαν του αρσενικού πληθυσµού της Γης. Και από κιλά, µια χαψιά. Πώς γίνεται αυτό; Απλό. Ο φακός «φουσκώνει» πολύ. Κing size, δηλαδή. Το τόσο το κάνει τόοοοσο!

Πάµε τώρα στο σενάριο και στην πλοκή. Το υπογράφει ο Κουρτ Βίµερ και το σκηνοθέτησε ο Φίλιπ Νόις (1950, από την Αυστραλία). Ενας από τους άρτιους επαγγελµατίες που όταν εισέπραξε εξαιρετικές κριτικές για το θαλάσσιο θρίλερ «Dead calm» («Κρουαζιέρα στην άκρη του τρόµου») µε πρωταγωνίστρια τη Νικόλ Κίντµαν του 1989, το Χόλιγουντ έσπευσε να τον καπαρώσει και στη συνέχεια να του εµπιστευτεί την κατασκοπευτική περιπέτεια «Ρatriot games» («Παιχνίδια ολέθρου») µε τον Χάρισον Φορντ. Το στόρι αρχίζει από τα µπουντρούµια της Βόρειας Κορέας και κλιµακώνεται µε τις εναέριες και αλλεπάλληλες επιδείξεις πολεµικών τεχνών και πάσης φύσεως πυροβόλων όπλων και µεταµορφώσεων µιας super agent µε το όνοµα Εβελιν Σολτ. Χαµός.

Η Σολτ λοιπόν ερωτευµένη µε έναν ροµαντικό αραχνολόγο (ειδικός στις αράχνες), αποφυλακίζεται από τα µπουντρούµια της Β. Κορέας έπειτα από ανταλλαγή πρακτόρων των δύο πλευρών. Ωραία; Καθόλου! Μόλις επιστρέψει στα κεντρικά της CΙΑ θα πέσει πάνω σε ρώσο πράκτορα (Ντάνιελ Ολµπρίσκι, Πολωνός ηθοποιός που έπαιξε σε ταινίες του Βάιντα το εβδοµήντα αλλά και στη «Ρόζα» του Χριστόφορου Χριστοφή το 1982). Ο τύπος επιθυµεί να αυ τοµολήσει από το «σιδηρούν παραπέτασµα». Τώρα δεν το λένε έτσι, αλλά οι αθεόφοβοι το εννοούν σαν να µην έχει αλλάξει τίποτα από το γκρέµισµα του Τείχους και µετά. Καραµπινάτη προπαγάνδα χωρίς κανένα πρόσχηµα παιδιά. Εκείνη, ως ειδικός να αντιλαµβάνεται από το πρώτο λεπτό αν κάθε ρώσος πράκτορας είναι πράγµατι ειλικρινής, αναλαµβάνει να τον ανακρίνει. Και τότε εκείνος αφηγείται µια ιστορία που αλλάζει τα πάντα στη στρωµένη µε λουλούδια καριέρα της Σολτ.

Πως δηλαδή επί Μπρέζνιεφ κάποιος νοσηρός εγκέφαλος µε το όνοµα Ορλόφ προπονούσε και καθοδηγούσε µικρά παιδιά µε προορισµό να τα διασπείρει στις ΗΠΑ και στην συνέχεια εκείνα, άρτια εκπαιδευµένα και µιλώντας τέλεια την αγγλική γλώσσα, να σκαρφαλώσουν σε αξιώµατα πολύ ψηλά. Ετσι την κατάλληλη στιγµή και µε οδηγίες από το αφεντικό θα διαπράττουν απίστευτες τροµοκρατικές πράξεις µε τελικό προορισµό την καταστροφή της ιµπεριαλιστικής Αµερικής. Μια τέτοια περίπτωση πρόκειται να σκάσει από στιγµή σε στιγµή. Γιατί µασκαρεµένος Ρώσος πράκτορας θα δολοφονήσει τον πρόεδρο της Ρωσίας µε το όνοµα Μαντβέγιεφ (παραλλαγή του αληθινού ονόµατος του Ντµίτρι Μεντβέγιεφ) στην διάρκεια της κηδείας του αντιπροέδρου των ΗΠΑ. Μ’ αυτή τη δολοφονία ο Ορλόφ ελπίζει να ρίξει λάδι στη φωτιά και Ρωσία – ΗΠΑ να βρεθούν έτσι σε πυρηνική αγκαλιά. Ποιος θα δολοφονήσει τον πρόεδρο της Ρωσίας. Μια κάποια Τσενκόφ η οποία κάνει καριέρα στη CΙΑ µε το όνοµα Εβελιν Σολτ. Δηλαδή η Αντζελίνα Ζολί είναι αρχικατάσκοπος της σηµερινής Κα Γκε Μπε. Ηelp! Μετά απ’ αυτή τη «βόµβα», το πρώτο εικοσάλεπτο, ίσως και παραπάνω, εξαντλείται στα κόλπα της Αντζελίνας η οποία καταφέρνει να εγκλωβίσει το σύµπαν της CΙΑ και να µετατρέψει σε µπάζα τα γραφεία της υπηρεσίας και στη συνέχεια να γίνει καπνός. Το δεύτερο (εικοσάλεπτο) σαλτάροντας από φορτηγό σε βυτιοφόρο, από βυτιοφόρο σε µοτοσυκλέτα και από µοτοσυκλέτα σε ό,τι βρει να κινείται µπροστά της, τρυπώνει στην τελετή της κηδείας, απάγει τον Μαντβέγιεφ και στη συνέχεια τον δηλητηριάζει. Κάπου εκεί συλλαµβάνεται αλλά µέσα σε κλάσµατα δευτερολέπτου δραπετεύει αφήνοντας πίσω της ανθρώπινα ερείπια. Δεν τελειώσαµε. Μεταµφιέζεται µε ανδρική στολή αξιωµατικού και ορµάει εναντίον του Λευκού Οίκου. Ο πλανητάρχης παγιδευµένος στο War room από µια ρωσίδα της CΙΑ. Θεέ µου, βοήθεια. Να συνεχίσω; Ασε καλύτερα. Ολόκληρη η Αµερική, µαζί µε τον προέδρό της, τις µυστικές υπηρεσίες και όλους τους κατασταλτικούς της µηχανισµούς κάτω από τις λεπτές, πανάκριβες, κοµψές σολίτσες της Jolie!

}}

Το διά ταύτα απλό. Ρε φίλε, τι είδες;

Μια αλαµπουρνέζικη αµερικανιά µε µια κουκλάρα που σαν κι αυτή άλλη καµιά!

Salt

Χαοτική ιστορία Καταιγιστική δράση Αεροπλανικά κόλπα Καραµπινάτη προπαγάνδα

Βαθµοί=5

(Αντζελίνα Ζολί, το Αλας των action movies)

Επαναλήψεις και ελληνική «Τρυφερότητα»

Τρεις ακόµα επιλογές. Από εδώ η «Καζαµπλάνκα» και «Ο αµερικάνος φίλος». Από εκεί «Τρυφερότητα» Μade in Greece. Ξυπόλυτος στ’ αγκάθια.

«Καζαµπλάνκα» (Casablanca). Το θρυλικό αµερικανικό ροµάντζο του Μάικλ Κέρτις, µε Ινγκριντ Μπέργκµαν και Χάµφρι Μπόγκαρτ. Και τρία Οσκαρ. Καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και σεναρίου. Στην πραγµατικότητα τα εύσηµα στο στόρι και το σενάριο, καθώς και στον παραγωγό Χαλ Ουόλις και φυσικά στην εκτυφλωτική λάµψη καστ των δύο πρωταγωνιστών. Η πανέµορφη γυναίκα στελέχους της αντίστασης κατά των Γερµανών ερωτεύεται τον ιδιοκτήτη ενός φηµισµένου µπαρ στην ουδέτερη Καζαµπλάνκα. Αλλά το τέλος οι καρδιές υποχωρούν µπροστά στον µεγάλο σκοπό. Ρlay it again Sam. Ποιο; Το «Αs time goes by». Τώρα τι να πω; Το ‘χουµε δει δεκάδες φορές και πάντα µοιάζει σαν ένα από τα πιο εµβληµατικά παραµύθια του Χόλιγουντ!

}}

Βαθµοί= Αll time classic

«Ο αµερικάνος φίλος» (Der Αmerikanische Freund) του Βιµ Βέντερς. Από την εξαιρετική τετραλογία του «Ρίπλεϊ» της Πατρίτσια Χάισµιθ (1921-1995). Μέσα στις πέντε λογοτεχνικές πένες που τις κουβαλάω όπου κι αν πάω. Το αστέρι του γερµανικού σινεµά του ‘70 µεταφέρει τον Ρίπλεϊ µε µια δική του, προσωπική, οπτική που τότε θεωρή- θηκε πρωτοπο- ριακή αλλά στη συνέχεια, εγκεφαλική, προσωρινή και κουραστική. Στο καστ ο Ντένις Χόπερ, η Λάιζα Κράουζερ, ο Μπρούνο Γκανς αλλά και δύο µεγάλες φυσιογνωµίες του κλασικού Αmerican Cinema. Ετσι τιµής ένεκεν. Ο Νίκολας Ρέι (1911-1979) και ο Σάµιουελ Φούλερ (1912-1997).

}}

Βαθµοί= Σκοτώνουν τ’ άλογα όταν γεράσουν!

«Τρυφερότητα» του Παναγιώτη Καραµήτσου σε σενάριο του Μάριου Τσαγκάρη. Δύο γυναίκες σε διπλανές πόρτες. Η νεαρή τρελιάρα Κλαίρη (Ράσµι Σούκουλη) και η πενηντάρα Δανάη (Αλεξάνδρα Παυλίδου). Η πρώτη από κρεβάτι σε κρεβάτι και από πάρτι σε πάρτι. Μονίµως µε το κινητό στο αυτί. Η δεύτερη µε µια κόρη χαµένη. Ετσι, και µέσα από τις αντιθέσεις τους αλλά και την κοινή µοναξιά τους, βρίσκονται και τα λένε. Δύο κόσµοι διαφορετικοί που επί της ουσίας τίποτα δεν τους χωρίζει. Εξυπνη ιδέα. Οµως πολλές οι επαναλήψεις. Περίπου στο επίπεδο µεσαίου µήκους ταινίας. Καλές οι ερµηνείες. Κακή και «παράφωνη» η µουσική.

}}

Βαθµοί=4

(try harder)

Εγκεφαλικό κοµψοτέχνηµα

Και την πρώτη αλλά και τη δεύτερη φορά, τώρα δηλαδή, που είδα το θρυλικό «Πέρυσι στο Μαριένµπαντ» (L’ anne dernie a Μarienbad) του βετεράνου και δραστήριου, παρά τα 88 χρονάκια του, Αλέν Ρενέ, οµολογώ δεν κατάλαβα γρι. Sorry αγαπητοί της υψηλής κουλτούρας και της ελιτίστικης αισθητικής!

Θυµίζω βιαστικά. Στη δεκαετία του ‘50 µια κινηµατογραφική έκρηξη θα φέρει τα πάνω κάτω στο παγκόσµιο σινεµά. Και από Ιταλία και από Γαλλία αλλά και από Βρετανία. Συµπαρασύροντας και τις κινηµατογραφίες του υπαρκτού σοσιαλισµού. Ανάµεσα σ’ αυτές τις οµοβροντίες – µε πρώτη και καλύτερη της γαλλικής Νouvelle Vague – και η µοναχική πορεία του Αλέν Ρενέ µε µια κλασική, πια, ιστορία που έφερε τον αλησµόνητο τίτλο «Ηiroshima mon amour», Χιροσίµα αγάπη µου. Το σενάριο από τη Μαργκερίτ Ντιράς (1914-1996). Η οποία εκτός από µια ιδιαίτερη πέννα λογοτεχνίας και σεναρίου, ήταν και σκηνοθέτις κάµποσων ταινιών, µε καλύτερή της το «Ιndian song» του 1975. Αυτή η ταινία εµπεριέχει όλα όσα ήθελε να πει. Η Ντιράς λοιπόν εγκαινιάζει το νέο µυθιστόρηµα, τη νέα γραφή, τη νέα γενιά της γαλλικής συγγραφής. Από κοντά και ο Αλέν Ροµπ Γκριγιέ (1922-2008). Ο οποίος, παρεµπιπτόντως το 1963, δύο χρόνια δηλαδή µετά την πρώτη έξοδο του «Μαριένµπαντ» λαµβάνει υποψηφιότητα Οσκαρ καλύτερου σεναρίου. Απίθανα πράγµατα. Οι αµερικανοί «ακαδηµαϊκοί» να υποκλίνονται σε ένα ακατανόητο στόρι. Η εποχή βλέπετε. Κοντά σ’ αυτά οι «Νew Υork Τimes» (αν δεν κάνω λάθος) χαρακτηρίζουν την ταινία ως «το αριστούργηµα των αριστουργηµάτων». Λιγότερα έγραφαν οι έλληνες κριτικοί και παραλίγο να τους πάρουν µε τα γιαούρτια. Τέλος πάντων. Από υπερβολές να φάν’ κι οι κότες!

Δύο χρόνια µετά τον θρίαµβο του «Χιροσίµα» _ ενός αισθητικού γεγονότος που καρφώθηκε στην µνήµη µου από τα κοντινά ερωτικά πλάνα πάνω στο γυµνό σώµα της Εµανουέλ Ριβά (του 1927) _ ο Ρενέ επανακάµπτει µε τη λογοτεχνική, περίτεχνη, αναλυτική γραφή του Αλέν Ροµπ Γκριγιέ. Το αποτέλεσµα είναι µοναδικό στην ιστορία του κινηµατογράφου. Ο φακός πλήρως υποταγµένος στη λογοτεχνική γραφή. Να περιγράφει κι αυτός αναλυτικά, περίτεχνα και πλαστικά, κάθε λέξη του Γκριγιέ. Δηλαδή σ’ ένα θηριώδες, µνηµειακό οικοδόµηµα, δεκάδες ακίνητοι και σιωπηλοί άνθρωποι της καλής κοινωνίας, είναι εγκλωβισµένοι, όµηροι, αιχµάλωτοι µιας µοναδικής αισθητικής αλλά νεκρής οµορφιάς.

Το ίδιο ακριβώς συµβαίνει και µε τη σκηνοθεσία. Κι αυτή πάνω στην αναπαραγωγή αυτής της ιδιότυπης αιχµαλωσίας «νεκρών» ανθρώπων απ’ αυτό το πανέµορφο µαυσωλείο, αιχµάλωτη κι αυτή της δικής της πανέµορφης αλλά νεκρής αισθητικής! Σχεδόν ο µισός χρόνος εξαντλείται σε περιγραφές ατελείωτων διαδρόµων, ατελείωτων στοών, ατελείωτων δωµατίων, ατελείωτων παχιών χαλιών, ατελείωτων ζωγραφικών πινάκων. Περίπου σαν ο φακός να κινείται και να αποτυπώνει κάθε ίχνος των Βερσαλλιών.

Μέσα σ’ αυτή των αρωµατική φορµόλη, ένας άντρας (Τζόρτζιο Αλµπερτάρτζι) και µια γυναίκα (Ντελφίν Σερίγκ 1932-1990, ίσως το πιο εύθραυστο πλάσµα του γαλλικού σινεµά) ποζάρουν ερωτικά. Ο άνδρας προσπαθεί να την κατακτήσει µέσα από αφηγήσεις, περίτεχνες και αναλυτικές. Εκείνη αντιστέκεται διαρκώς. Η σχέση επαναλαµβάνεται σε διάφορες παραλλαγές και από το παρελθόν και το παρόν. Σας κούρασα; Κουράστηκα κι εγώ. Με απλά λόγια ο ποιητής θέλει τρία πράγµατα να πει. Το πρώτο ότι η ανώτερη τάξη είναι «νεκρή». Και τούτο γιατί το µόνο που την νοιάζει είναι η εξωτερική οµορφιά και το πρωτόκολλο. Το δεύτερο, πως µια ερωτική ιστορία µοιάζει µε όλες τις άλλες. Γι’ αυτό επαναλαµβάνεται. Και το τρίτο, το καθαρά αισθητικό, πως το σηµερινό µυθιστόρηµα και κατ’ επέκταση το σινεµά, έχει στερέψει από πρωτογενή έµπνευση και πρωτότυπες ιδέες. Ο,τι είχαµε να πούµε το είπανε οι παλιοί. Το µόνο που µας αποµένει είναι να επεξεργαζόµαστε βαθύτερα την αισθητική. Η πόζα, όχι το στόρι έχει σηµασία πια! Αν συµφωνείτε, ιδού το Μαριένµπαντ, ιδού η νεκροφάνεια και η νεκρολαγνεία της κινηµατογραφικής γραφής!

}}

«Πέρυσι στο Μαριένµπαντ»

Ασπρόµαυρο του Αλέν Ρενέ και του 1961 Μοναδική ψιλοβελονιά Αφόρητη βαρεµάρα

Βαθµοί= Χασµουρητά!

Ο Διάβολος ανάµεσά τους

Και ερχόµαστε στην δεύτερη µετά το «Salt» αµερικανική παραγωγή. Το «Devil» του κάποιου Τζον Ερικ Ντόουντλ δηλαδή. Οπου πέντε νοµαταίοι, άγνωστοι µεταξύ τους, εγκλωβίζονται σε ασανσέρ θηριώδους ουρανοξύστη σε κάποια µεγαλούπολη των ΗΠΑ. Και όπου ένας ένας δολοφονούνται µέσα στο σκοτάδι!

Εσύ το έκανες. Οχι εσύ. Οχι εσύ. Τρεις άντρες και δύο γυναίκες αλληλοϋποβλέπονται και αλληλοκατηγορούνται.

Ο πρώτος φεύγει από τη σκηνή µε ένα κοµµάτι από τον καθρέφτη που του καρφώνεται στην καρωτίδα. Να προσέχω την επόµενη φορά να µην µπω σε ασανσέρ µε καθρέφτη. Ο δεύτερος κρεµασµένος από σχοινί. Από εδώ και µπρος θα ψάχνω προσεκτικά κάθε γωνιά. Ο τρίτος νεκρός µε στραµπουλιγµένο το κεφάλι στη γωνιά. Στο µεταξύ, απέξω πέφτουν θραύσµατα από τα τζάµια του ρετιρέ. Σκέψου δηλαδή να περνάς από κάτω και να σε πάρουν τα σκάγια. Δύο µπάτσοι ορµάνε και αρχίζουν να ψάχνουν το ποινικό µητρώο των πέντε µελλοθάνατων. Ετσι θα βρουν τον ένοχο µε τη λογική. Οπως ο Σέρλοκ Χολµς και η µις Μαρµπλ. Αµ δε! Κάποιος της φρουράς, µεξικανικής καταγωγής, σφυρίζει κάτι για τον Διάβολο που θα πάρει µαζί του κάθε κατεργάρη στην Κόλαση. Και πράγµατι. Ολοι οι εγκλωβισµένοι ποντικοί έχουν χεσµένοι τη φωλιά τους. Ο ένας ψεύτης, ο άλλος εκβιαστής, µια γυναίκα µοιχαλίδα. Ντροπή!

Γιατί λέει «τα ψέµατα που λέµε στον εαυτό µας µάς οδηγούν σ’ αυτόν». Σε ποιον; Μα στον έξω αποδώ. Τον διάβολο φυσικά.

Γιατί «µερικές µάχες δεν κερδίζονται µε τα όπλα».

Εποµένως σωτηρία µόνο µία. Να αναλάβουµε το κόστος των πράξεών µας.

Να οµολογήσουµε. Να εξαγνιστούµε.

Να γίνουµε καλύτεροι άνθρωποι.

Ολοι, µα όλοι µε λερωµένη τη φωλιά µας. Πρώτοι και καλύτεροι παραγωγοί και συντελεστές αυτής της παιδαριώδους ηθικοπλαστικής µακακίας. Καταλάβατε; Μπαίνεις ας πούµε να δεις ένα θριλεράκι να περάσει η ώρα και πέφτεις πάνω σε κάποιον πάστορα της Ν. Υόρκης. Εδώ είναι που λέµε ου γαρ οίδασι τι ποιούσι!

ΥΓ: Α, ξέχασα τρία πράγµατα. Το πρώτο πως η σκηνοθεσία δεν είναι του πεταµατού. Αντιθέτως υπηρετεί πλήρως την κλειστοφοβική ατµόσφαιρα. Και µάλιστα χωρίς φωνές και χωρίς µουσικές µε πολλά ντεσιµπέλ. Τουτέστιν ακόµα ένας ταλαντούχος σκηνοθέτης διαχειρίζεται µια µπούρδα. Το δεύτερο που ξέχασα είναι το καστ. Ουδείς πασίγνωστος και λαµπερός star. Απαντες όµως µια χαρά. Δηλαδή Κρις Μεσίνα, Λόγκαν Μάρσαλ-Γκριν, Τζέφρι Αρεντ, Καρολάιν Νταβέρνας, Μπογιάνα Νοβάκοβιτς. Το τρίτο και καλύτερο πως το σενάριο του Μπράιαν Νέλσον προέρχεται από µια ιστορία του Μ. Νάιτ Σιάµαλαν. Ο µπαγάσας µετά την «Εκτη αίσθηση» έχασε τον µπούσουλα. Απίστευτος διχασµός. Εξαιρετικές ιδέες τυλιγµένες σε βιβλίο Θρησκευτικών της Γ’ Δηµοτικού!

}}

Devil

Πέντε νοµαταίοι εγκλωβισµένοι σε ασανσέρ Ανάµεσά τους ο Διάβολος Μάχαιραν έδωκας, µάχαιραν θα λάβεις

Βαθµοί=3

(θρίλερ θρησκευτικών)