Μια υπέρβαρη και λίγο δύσµορφη «Μαύρη Αφροδίτη», που έγινε αντικείµενο εκµετάλλευσης λευκών, τάραξε τα νερά στο Φεστιβάλ Βενετίας
Ενα από τα σηµεία που αξίζει να επεσηµανθούν στο φετινό Φεστιβάλ Βενετίας είναι οι σωµατικές ερµηνείες κάποιων ηθοποιών που ξεπέρασαν τα όριά τους υποβάλλοντας τους εαυτούς τους σε µαρτύρια. Πριν από λίγες µέρες η ερµηνεία του Βίνσεντ Γκάλο στο «Εssential killing» του Γέρζι Σκολιµόφσκι συζητήθηκε πολύ γιατί ο ηθοποιός αναγκάστηκε να υποστεί τις κακουχίες άγριων φυσικών τοπίων της Πολωνίας και του Ισραήλ ενώ υποδυόταν τον αφγανό κρατούµενο που έχει δραπετεύσει και καταδιώκεται από τους Αµερικανούς.

Χτες ήταν η σειρά της κουβανής ηθοποιού Γιαχίµα Τόρες που πρωτραγωνιστεί στη «Μαύρη Αφροδίτη» του Αµπντελατίφ Κεσίς παίζοντας µια υπέρβαρη Αφρικανή που λόγω της ανορθόδοξης δοµής του σώµατός της ήταν αναγκασµένη να παριστάνει το φρικιό σε σόου των παριζιάνικων κακόφηµων δρόµων αλλά και το σεξουαλικό αντικείµενο σε πάρτι της αριστοκρατίας.

Η ιστορία είναι αληθινή. Στις αρχές του 19ου αιώνα, η Σααρτζί όπως ήταν το όνοµά της µετανάστευσε από τη Νότια Αφρική στην Ευρώπη µε το όραµα να γίνει αρτίστα. Προστατευόµενη λευκού προκειµένου να τα βγάλει πέρα στην άγνωστη χώρα, η «Μαύρη Αφροδίτη» όπως ήταν το παρατσούκλι της έπεσε θύµα εκµετάλλευσης των ιδιοκτητών της και ενώ αρχικώς είχε τεράστια επιτυχία, αργότερα αρρώστησε και πέθανε φυµατική στην ψάθα. Μετά τον θάνατό της, η Σααρτζί βαλσαµώθηκε και έγινε έκθεµα στη Βασιλική Ακαδηµία του Παρισιού και αντικείµενο µελέτης της επιστήµης.

Ο Αµπντελατίφ Κεσίς, γνωστός και στη χώρα µας από την επιτυχία «Κους Κους και φρέσκο ψάρι» (της οποίας η πορεία άρχισε επίσης από τη Βενετία), έµαθε για την περίπτωση της Σααρτζί πριν από µερικά χρόνια, όταν η παράδοση της σορού της από τη Γαλλία στη Νότια Αφρική προκειµένου να ταφεί κανονικά, είχε προκαλέσει έντονες αντιδράσεις. «Κατά κάποιον τρόπο, η ταφή της στη Νότια Αφρική, την πατρίδα της, σήµανε την ελευθερία της», είπε ο Κεσίς που µε αφετηρία το απόκοµµα άρχισε να συλλέγει όσο περισσότερες πληροφορίες µπορούσε ώστε το σχέδιο µιας ταινίας για την περίπτωσή της να υλοποιηθεί.

Βεβαίως, θα πρέπει να επισηµανθεί ότι χωρίς την τόσο επιτυχηµένη επιλογή της Κουβανής Γιαχίµα Τόρες για τον ρόλο της Σααρτζί, το αποτέλεσµα της «Μαύρης Αφροδίτης» δεν θα ήταν το ίδιο. Η ερασιτέχνις ηθοποιός, που µέχρι τώρα δίδασκε ισπανικά στο Παρίσι, δίνει κυριολεκτικά… όγκο στην ταινία γιατί σου δίνει την αίσθηση ότι παίζει µέχρι τελικής πτώσεως!

Αναφορές στη σύγχρονη Ελλάδα


Πολύ πριν η αυλαία του 67ου φεστιβάλ Βενετίας σηκωθεί, το γεγονός ότι φέτος δίνουν το «παρών» τέσσερις ελληνικές ταινίες είχε (δικαίως) εξαντληθεί από τον ελληνικό Τύπο. Από χτες, κάτι παρόµοιο πάει να γίνει και στον ξένο. Ολοι δείχνουν ενδιαφέρον για την κινηµατογραφική έκρηξη στην Ελλάδα και ο πολύς κόσµος απορεί για το πώς κατάφερε να γίνει κάτι τέτοιο σε µια χώρα που αυτήν την εποχή αντιµετωπίζει βαθύτατη οικονοµική κρίση. Μια απάντηση στο ερώτηµα φαίνεται να δίνει η Αθηνά Ραχήλ Τσαγκάρη της οποίας η ταινία «Αttenberg» διαγωνίζεται για τον Χρυσό Λέοντα. Μιλώντας στο κινηµατογραφικό περιοδικό «Variety», η Τσαγκάρη επισηµαίνει ότι η νέα γενιά ελλήνων σκηνοθετών προσηλώνεται στην ανεξάρτητη κινηµατογραφία µε βασική ιδέα τη δηµιουργία ταινιών «µε κάθε µέσον και χωρίς απαραιτήτως την αναµονή για κρατική επιχορήγηση. Αυτό µας προσφέρει ελευθερία», λέει η σκηνοθέτις. Η θεµατολογία παίζει επίσης σηµαντικό ρόλο. Πριν από λίγες µέρες το µικρού µήκους «Casus Βelli» του Γιώργου Ζώη καταχειροκροτήθηκε από ενθουσιώδες κοινό, διότι µέσα από µια εξαιρετική ιδέα, ο σκηνοθέτης σχολίαζε τόσο την υπερκαταναλωτική ελληνική κοινωνία όσο και τις επιπτώσεις της αλλά και την οικονοµική κρίση.

Εξίσου ηχηρή υποδοχή όµως είχε και η «Χώρα προέλευσης» του Σύλλα Τζουµέρκα, ο οποίος µε άξονα µια διαλυµένη οικογένεια, κάνει αναφορές σε όλη τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας ενώνοντας ντοκιµαντέρ και µυθοπλασία «παρορµητικά αλλά µε έντονο πάθος», όπως έγραψε για την ταινία το ιταλικό κινηµατογραφικό περιοδικό «Cinematographo».