Μερικοί πιστεύουν ότι έχει µιλήσει αρκετά. Εκείνος επιµένει, ωστόσο, ότι δεν έχει ακόµη πει όσα θα ‘θελε. Πριν από λίγο καιρό σε µια τηλεοπτική σειρά εκποµπών, ο Μίκης Θεοδωράκης ξετύλιξε τη ζωή του µε τη ζέση ενός ανθρώπου που είναι σίγουρος ότι όσα λέει αφορούν και τους άλλους πέρα ώς πέρα. Στην επιµονή του, στη λαχτάρα του αυτή αποδείχθηκε πως είχε δίκιο.

Οι τηλεθεατές διαπίστωσαν πως ένα δηµόσιο πρόσωπο µπορεί να συνθέτει µια γενιά και µια εποχή και να ενσωµατώνει, ταυτόχρονα, κάποιες δυνάµεις διάχυτες µέσα στους πολλούς, στους αφανείς. Τον θεωρούσαν συνθέτη κυρίως· αποδείχτηκε πως είναι κυρίως ραψωδός.

Παρακολουθώντας, πράγµατι, την αφήγησή του δεν αποκοµίζουµε την εντύπωση ότι µιλάει για τη ζωή του σαν να ήταν αυτή µια θαυµαστή απόκλιση από τη γραµµή της ζωής των συµπολιτών του. Κι όµως, είναι απόκλιση· αλλά ο ίδιος δεν το λέει, ούτε και δείχνει πως αυτό έχει και πολλή σηµασία για εκείνον. Αν αποτελεί ένα θαύµα ζωτικότητας, αν µπόρεσε να γράψει εµβληµατικά τραγούδια στο γόνατο µέσα σ’ ένα τρένο ή σ’ ένα κοµµατάκι χαρτί κλεισµένος στο κελί της φυλακής του, αυτό, µας λέει, δεν τον αφορά και δεν το αναµασά ώστε να πάρει καινούργια ώθηση για να συνεχίσει. Εκείνο που του έδινε ανέκαθεν ώθηση ήταν άλλο: ήταν η ικανότητά του να φθάνει στην κατάφαση µέσα από την άρνηση. Μ’ άλλα λόγια, κι αν ακόµη πικραίνεται και αγανακτεί – και του συνέβη συχνά _ αναγνωρίζει κάτι µέσα στη δοκιµασία του που του αποκαλύπτει µια διέξοδο. Ετσι µόνο κατάφερε και δεν βούλιαξε µέσα στην απογοήτευση. Ενας άνθρωπος που έχει αντιµετωπίσει την κτηνωδία των βασανισµών, την πολιτική τυφλότητα, τη δολιότητα των κοµµατικών αντιζήλων, θα µπορούσε έπειτα απ’ όλα αυτά, όπως έκαναν άλλοι, να αποτραβηχτεί και να αφοσιωθεί στην εκλέπτυνση ενός γογγυσµού που µπορεί κάλλιστα να πάρει αξιόλογες καλλιτεχνικές µορφές. Συνηθισµένο φαινόµενο οι στεναγµοί δυσαρεστηµένων καλλιτεχνών να µετατρέπονται σε αισθητική «εκδίκηση».

Αλλά ο Θεοδωράκης απορρίπτει και τους στεναγµούς και την εκδίκηση. Είναι τόση η ανάγκη του να εξιστορήσει το «τι έγινε», ώστε να περνάει σε δεύτερη µοίρα το «τι ένιωσα» ή το «τι µου έκαναν». Απ’ αυτή την άποψη, είναι ένας επικός άνθρωπος.

Διηγείται αθλιότητες και κλέη, αλλά τα κλέη ασκούν πάνω του µια έλξη πολύ ισχυρότερη. Γιατί εκτός από το στοίχηµα της εξιστόρησης, δίνει και το στοίχηµα της δηµιουργίας. Προϋπόθεση για να γράφει νότες ήταν να δεχτεί να υποφέρει. Αν δεν µάτωνε, αν δεν πικραινόταν, δεν θα µπορούσε να συνθέσει τη µουσική του που είναι ακριβώς ένας ψαλµός για τη θέληση. Σ’ όλη τη ζωή του, απ’ ό,τι φαίνεται, ο Θεοδωράκης σ’ αυτή τη θεότητα του ελληνικού λαού προσευχόταν: τη θέληση, αυτήν που παρουσιάζεται και εξαφανίζεται ξαφνικά για να επανεµφανιστεί εκεί που κανείς δεν την περιµένει, όπως ο Διόνυσος στα έκθαµβα µάτια των πιστών του.

Είναι λοιπόν διαρκώς µαγεµένος, συνεπαρµένος; Ασφαλώς όχι. Μερικές φορές σκαλίζει κι αυτός τις πληγές του, όπως όλοι οι Ελληνες. Δεν το κάνει όµως µουρµουρίζοντας. Αλλοι διάσηµοι περιορίστηκαν σε σύντοµες διατυπώσεις, σε σπινθηρίζοντα αποφθέγµατα.

Παρά το γούστο τους και τη λεπτότητά τους ο Χατζιδάκις, για παράδειγµα, και ο Τσαρούχης, έγιναν αθέλητα νόστιµη λεία για τους βιαστικούς σχολιαστές, οι φράσεις τους σερβιρίστηκαν ως επιδόρπια σε δείπνα που τα βάραινε η ανία. Από ένστικτο ο Θεοδωράκης αρνήθηκε να κλείσει τη ζωή και τη σκέψη του σε παρόµοια επιγράµµατα. Ηθελε και το θέλει ακόµη να αφεθεί στη ροή του λόγου του, να µην τον σταµατάει κανείς, να µην επεµβαίνει πάνω του η εξουσία της Συντόµευσης.

Τον ενδιαφέρει να ακούγεται στο πλήθος, στις µάζες. Το ξέρει ότι χωρίς αυτές δεν θα ήταν τίποτε, κι αυτό, βέβαια, δεν είναι λαϊκισµός, είναι αναγνώριση µιας οφειλής στα ποικίλα ρεύµατα αισθηµάτων και αναµνήσεων που διασχίζουν τη συνείδηση και τα όνειρα ενός καλλιτέχνη. Εποµένως η «εθνική ενότητα» των Ελλήνων, για την οποία µιλούσε συχνά, δεν είναι τόσο µια πολιτική θέση όσο όρος για να έρθει η συλλογική αυτοεµψύχωση, απαραίτητη στη δηµιουργία. Η ενότητα αποτελεί κατόρθωµα, το κατόρθωµα δίνει αυτοπεποίθηση, η αυτοπεποίθηση οδηγεί στην πράξη. Αλήθεια, χρειάζεται τίποτε άλλο σήµερα η χώρα; Ας µη στενεύουµε λοιπόν τα περιθώρια εάν µας ενδιαφέρει να έχουµε και στο µέλλον δηµιουργούς η ορµή των οποίων ανοίγει δρόµους από µόνη της. Ας αφήσουµε αυτόν τον ασπροµάλλη µε το λαµπερό µάτι να µας ξαναπεί την ιστορία ενός ανθρώπου που δεν µαράζωσε γιατί είχε πάντα κάτι να ανακοινώσει.

Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισµού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήµιο Αθηνών.

ΘΕΛΗΣΗ

Σε όλη του τη ζωή ο Θεοδωράκης προσευχόταν σε αυτή τη θεότητα του ελληνικού λαού: τη θέληση